Перевод: с греческого на английский

с английского на греческий

τι ἐκ καπνοῦ

  • 1 καπνού

    καπνόομαι
    to be turned into smoke: pres imperat mp 2nd sg
    καπνόομαι
    to be turned into smoke: imperf ind mp 2nd sg (homeric ionic)
    καπνός
    with smokecoloured grapes: masc gen sg

    Morphologia Graeca > καπνού

  • 2 καπνοῦ

    καπνόομαι
    to be turned into smoke: pres imperat mp 2nd sg
    καπνόομαι
    to be turned into smoke: imperf ind mp 2nd sg (homeric ionic)
    καπνός
    with smokecoloured grapes: masc gen sg

    Morphologia Graeca > καπνοῦ

  • 3 καπνός

    A smoke, Il.1.317, etc.;

    κνισάεντι καπνῷ Pi.I.4(3).66

    ;

    καπνῷ πυρός A.Ag. 497

    ; spray,

    καπνοῦ καὶ κύματος ἐκτὸς ἔεργε νῆα Od. 12.219

    (hence metaph., Porph.Abst.1.47): prov., καπνοῦ σκιά, of things worth nothing, A.Fr. 399, S.Ph. 946;

    τἄλλ' ἐγὼ καπνοῦ σκιᾶς οὐκ ἂν πριαίμην Id.Ant. 1170

    ; also

    περὶ καπνοῦ στενολεσχεῖν Ar.Nu. 320

    ;

    κ. καὶ φλυαρία Pl.R. 581d

    : and in pl., γραμμάτων καπνοί learned trifles, E.Hipp. 954;

    καπνοὺς.. καὶ σκιάς Eup.51

    ; nickname of a man, Id.122: metaph. also of envy, ὕδωρ καπνῷ φέρειν to throw water on the smoking embers, Pi.N.1.24: prov., ἐς αὐτὸ τὸ πῦρ ἐκ τοῦ καπνοῦ βιαζόμενος 'out of the frying-pan into the fire', Luc.Nec.4,al.
    II fumitory, Fumaria officinalis, Anon.Lond.36.58, Dsc.4.109.

    Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > καπνός

  • 4 σκιά

    σκῐά, ᾶς, [dialect] Ion. [full] σκῐή, ῆς, ,
    A shadow, Od.11.207; σκιὰ ἀντίστοιχος ὥς like the shadow that is one's double, E.Andr. 745;

    ὑπὸ κίονος σκιὰν ἔπτηξεν Id.HF 973

    : prov.,

    τὴν αὑτοῦ σ. δέδοικεν Ar.Fr.77

    , cf. Pl.Phd. 101d.
    2 reflection, image (in a bowl of oil), Sch.Il.17.755.
    3 shade of one dead, phantom, Od.10.495, A.Th. 992 (lyr.), S.Aj. 1257;

    σποδόν τε καὶ σκιάν Id.El. 1159

    ; κατθανὼν δὲ πᾶς ἀνὴρ γῆ καὶ ς. E.Fr. 532;

    σκιᾷ τινι λόγους ἀνέσπα S.Aj. 301

    ; also, of one worn to a shadow, A.Eu. 302; κακωθεὶς δ' οὐδὲν ἄλλ' εἰμ' ἢ ς. Id.Niob. in Bull.Soc.Alex.No.28p.110;

    φωνὴ καὶ σ. γέρων ἀνήρ E.Fr. 509

    : freq. in proverbs of man's mortal estate,

    σκιᾶς ὄναρ ἄνθρωπος Pi.P.8.95

    ;

    εἴδωλον σκιᾶς A.Ag. 839

    , cf. S.Fr.659.6; ὁρῶ γὰρ ἡμᾶς οὐδὲν ἄλλο πλὴν εἴδωλα.. ἢ κούφην ς. Id.Aj. 126;

    ἄνθρωπός ἐστι πνεῦμα καὶ σ. μόνον Id.Fr.13

    ;

    οὐδέν ἐσμεν πλὴν σκιαῖς ἐοικότες Id.Fr. 945

    ; of human affairs,

    εὐτυχοῦντα μὲν σκιᾷ τις ἂν πρέψειεν A.Ag. 1328

    (dub.l.); οὐδὲν μᾶλλον ἢ καπνοῦ ς. Id.Fr. 399;

    καπνοῦ σκιὰν δέδοικεν Com.Adesp.692

    ; of worthless things,

    τἄλλ' ἐγὼ καπνοῦ σκιᾶς οὐκ ἂν πριαίμην S.Ant. 1170

    , cf. Ph. 946;

    καπνοὺς καὶ σκιάς Eup.51

    ;

    ὅσ' ἂν γένηται ταῦτα πάντ' ὄνου σκιά S.Fr. 331

    ; περὶ ὄνου σκιᾶς [μάχεσθαι] Ar.V. 191, cf. Pl.Phdr. 260c; Archipp. wrote a Com. entitled Ὄνου σκιά; ἡ ἐν Δελφοῖς ς. that phantom at Delphi, of the Amphictyonic council, D.5.25; αἱ τοῦ δικαίου ς. mere shadows of.., Pl.R. 517d; σκιαὶ καὶ ἐν ὕδασιν εἰκόνες ib. 510e; σκιαὶ τῶν ὄντων, ἀλλ' οὐκ εἰδώλων ς. ib. 532c;

    στιγμὴ ἢ σ. τούτων D.21.115

    ;

    ἂν ἔχῃ φίλου σκιάν Men. 554

    .
    4 evil spirit, Hippiatr.130, PMasp.188.5 (vi A.D.).
    II shade of trees, etc., as a protection from heat, πετραίη τε σκιή the shade of a rock, Hes.Op. 589; ἐν σκιῇ ἑζόμενος ib. 593;

    ἐν συμμιγεῖ σκιᾷ Pl.Phdr. 239c

    ;

    εἰ ὑπὸ σκιῇ ἔσοιτο ἡ μάχη Hdt.7.226

    ;

    ὑπὸ σκιᾶς E.Ba. 458

    ;

    εἰσελθὼν ὑπὸ τὴν σκιὰν καθέζεσθαι And.1.38

    ;

    θέρους σκιὰν παρέχειν Pl.Ti. 76d

    ; ἐν σκιᾷ, i.e. indoors, X.Smp.2.18, cf. Cyn.3.3; σκιὰν ὑπερτείνασα Σειρίου κυνός shade from its heat, A.Ag. 967: pl., αἱ τῶν δένδρων, αἱ τῶν πετρῶν ς., X.Cyr.8.8.17;

    ὑπὸ σκιαῖς Id.Oec.20.18

    , cf. 5.9.
    2 silhouette, profile,

    Διόδωρος σ. Ἀντιφίλου ἐποίησεν Sammelb. 344

    (Alexandria, ii B.C.).
    3 perh. coloured border on a garment,

    καλάσηριν ἢ ὑπόδυμα μὴ ἔχον σκιάς IG5(1).1390.19

    , cf. 24 (Andania, i B.C.), cf. Men.561, BGU1141.41,43 (i B.C.).
    IV an uninvited guest, introduced by another (Lat. umbra), Plu.2.707a, Ael.Fr. 110. (Cf. Skt. chāyā´ 'shadow'.)

    Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > σκιά

  • 5 κατατίθημι

    κατατίθημι, [tense] fut. - θήσω: Hom. freq. uses the [dialect] Ep. [tense] aor. forms, [voice] Act. κάτθεμεν, κάτθετε, κάτθεσαν, inf. κατθέμεν ([dialect] Dor. κατθέμειν prob. in Epich.71, [dialect] Aeol.
    A

    κά (θ) θηκε Schwyzer647a

    (Naucratis, vi B.C.)), [voice] Med. κατθέμεθα, κατθέσθην, κατθέμενοι (sg.

    κάτθετο A.R.3.867

    ); also καταθείομεν, [tense] aor. subj. for καταθῶμεν, Od.21.264; καταθείομαι, [tense] aor. subj. [voice] Med. for καταθῶμαι, Il.22.111, Od.19.17:—place, put, lay down, folld. by various Preps.,

    κ. ἄρνας ἐπὶ χθονός Il.3.293

    ;

    κόρυθ' ἐπὶ χθονί 6.473

    ; κ. τινὰ ἐν Λυκίης δήμῳ or εἰς Ἰθάκην, set him down in.., 16.683, Od.16.230;

    τινὰ ἐν λεχέεσσι Il.18.233

    ;

    τεύχε' ἐς θάλαμον Od.24.166

    ;

    ἐς μέγαρον ἐπὶ θρόνου 20.96

    ;

    κλισίην τινὶ παρὰ πυρί 19.55

    ;

    τι ὑπὸ ζυγά 13.20

    ; τι ἐκ καπνοῦ take down out of the smoke, 16.288, 19.7.
    2 put down, offer as a prize,

    ἄπυρον κατέθηκε λέβητα Il.23.267

    , cf. 885 (tm.);

    κ. ἄεθλα Od.24.91

    ; but κ. ἄεθλον ordain a contest, 19.572; εἰς τὴν ἀγορὰν γράμματα κ. set up as a public notice, Pl.Lg. 946d; so also κ. τι ἐς μέσον put it down in the midst, i.e. for common use, E.Cyc. 547, cf. Ar.Ec. 602; οὐσίαν, χρήματα κ., ib. 855, 871;

    τὰ ὅπλα εἰς τὸ μέσον X.Cyr.2.1.14

    ; but ἐς μέσον Πέρσῃσι κ. τὰ πρήγματα communicate power to them, give them a common share of it, Hdt. 3.80;

    ἐς μέσον Κῴοισι κ. τὴν ἀρχήν Id.7.164

    ;

    τὸ αὑτῶν ἔργον ἅπασι κοινὸν κ. Pl.R. 369e

    ; κ. εἰς τὸ μέσον or εἰς τὸ κοινόν, propose for common discussion, Id.Phlb. 14b, Cra. 384c.
    3 put down as payment, pay down, Hdt.9.120, Ar.Ra. 176, Nu. 246, Th.1.27, Pl.Prt. 314b, Lg. 921d, etc.;

    τέλη Antipho 5.77

    ;

    μετοίκιον Lys.31.9

    ;

    τὸ ὄφλημα D. 21.99

    , cf. 151;

    τὰς συμβολάς Antiph.26.8

    ; put down as paid (in accounts), X. Oec.9.8; τί.. τουτοινὶ καταθῶ σοι .. ; what shall I pay you for these? Ar. Pax 1214: generally, pay, perform what one has promised,

    νικῶντί γε χάριν κ. Pi.N.7.76

    ; ἃ δ' ὑπέσχεο ποῖ καταθήσεις; S. OC 227 (anap.):—alsoin [voice] Med., v.infr.11.7.
    b dedicate, Schwyzer647a (Naucratis, vi B.C.), 682 (2) (Cypr.), al.
    4 deposit, παρακαταθήκην ὲς .. Hdt.5.92.

    ή; ἐνέχυρα IG5(2).344.18

    (Orchom.Arc., iii B.C.):— in this sense usu. in [voice] Med., cf. 11.4.
    b mortgage, Leg.Gort.6.19, Test.Epict.2.13, etc.
    5 deposit in the tomb, bury, v.l. in Ev.Marc. 15.46.
    6 sow seed, POxy.1031.17 (iii A.D.).
    7 κ. ὁδόν lay down, make a road, Pi.P.5.90.
    8 dish up, serve, Epich.71.
    II [voice] Med., lay down from oneself, put off, lay aside, esp. of arms,

    τεύχεα.., τὰ μὲν κατέθεντ' ἐπὶ γαίῃ Il.3.114

    , cf. Od.22.141 (hence, comically,

    θυμὸν κατάθου παρὰ τὴν ὀργὴν ὥσπερ ὁπλίτης Ar.Av. 401

    );

    χλαίνας μὲν κατέθεντο κατὰ κλισμούς Od.17.86

    ; ζώναν καταθηκαμένα, of a maiden, Pi.O.6.39; θοἰμάτιον, etc., Ar.Pl. 926, etc.; τὴν χλαμύδα (of the ἔφηβος) prob. in Philem.34; τὴν μοναρχίαν lay down, Plu.Fab.9.
    2 metaph., put an end to, settle,

    τὸν πόλεμον Th.1.121

    , Lys.33.6, D.19.264:—[voice] Pass., ξυμφορᾶς μετρίως κατατιθεμένης being arranged on tolerable terms, Th.4.20.
    b put aside, leave out of the question,

    τοὺς ποιητάς Pl.Prt. 348a

    , cf. Ti. 59c, Democr.3; κ. ἐν ἀμελείᾳ treat negligently, X.Mem.1.4.15.
    3 lay down in a place; of the dead, bury, Od.24.190;

    κ. πηδάλιον ὑπὲρ καπνοῦ Hes.Op.45

    ;

    τὰς μαχαίρας ἐνθαδί Ar.Eq. 489

    ; [ τὰ στρώματα] Id.Ra. 166; ὤμοισι κατ' ἄμβροτα θήκατο τεύχη on one's shoulders, Q.S.12.303; put on shore, disembark, Luc.Alex.57; ποῖ δὴ ἡμᾶς ὁ ἀνὴρ -θήσεται; Plu.Caes.37: metaph., πολλὰ αἱ μακραὶ ἁμέραι κατέθεντο λύπας ἐγγυτέρω have brought them nearer.., S.OC 1216 (lyr.).
    4 deposit for oneself, lay by, lay up in store (v.supr.1.4), [γαστέρας] ἐπὶ δόρπῳ for supper, Od.18.45;

    ἔντεα ἐς θάλαμον 19.17

    ;

    ὅπλα εἰς τὰς ἄκρας X.Cyr.7.5.34

    ;

    βίον Hes.Op. 601

    ; σμικρὸν ἐπὶ σμικρῷ ib. 361;

    καρποὺς ἐς φορβήν Hdt.1.202

    ;

    παραθήκην Id.6.73

    ;

    χρήματα Antipho Soph.54

    ;

    θησαυρὸν παισί Thgn.409

    ;

    θησαυροὺς ἐν οἴκῳ X. Cyr.8.2.15

    ;

    μυρίους δαρεικοὺς εἰς τὸ ἴδιον ἐμοί Id.An.1.3.3

    ; [ σῖτον] hoarditup in hope of high prices, Lys.22.9.
    b metaph., κλέος lay up store of glory, Hdt.7.220, 9.78, Pl.Smp. 208c;

    ἀΐδιον δόξαν κ. Th. 4.87

    ;

    κ. ἀποστροφήν τινι X. An.7.6.34

    : freq. χάριτα or χάριν κατατίθεσθαι τινι or πρός τινα, lay up a store of gratitude or favour, Hdt.6.41, 7.178, Antipho 5.61, Th.1.33, D.59.21, etc.;

    εὐεργεσίαν κ. ἐς βασιλέα Th.1.128

    (so in [voice] Pass.,

    μεγάλων μοι κατατεθεισῶν ἐς αὐτὸν εὐεργεσιῶν Hdn.3.6.2

    , cf. 1.4.3); also

    ἔχθραν καταθέσθαι πρὸς ἐκείνους ὑπὲρ αὐτῶν Lys.2.22

    ;

    κατέθετο μῖσος διπλάσιον τῆς οὐσίας Men.626

    ; but κ. ὀργὴν εἴς τινας vent one's fury upon.., X. Cyn.10.8.
    5 deposit in a place of safety,

    τοὺς πρέσβεις κατέθεντο εἰς Αἴγιναν Th.3.72

    ;

    τὴν λείαν ἐς τοὺς Βιθυνούς X.HG1.3.2

    ;

    κ. εἰς τὸ οἴκημα D.56.4

    ;

    οἴκαδε Pl.Prt. 314a

    ;

    διαθήκην παρά τινι Is.6.27

    ;

    φιλίαν παρὰ θεούς X.An.2.5.8

    ; [

    Διόνυσον] ἐν Δρακάνῳ Theoc.26.34

    :—[voice] Pass., of prisoners, ἐν τῷ δεσμωτηρίῳ κατατεθῶσιν Lex ap.D.24.63, cf. D.C.58.1.
    6 lay up in memory or as a memorial, χρὴ.. γνώμην ταύτην ( ταύτῃ Bgk.)

    καταθέσθαι Thgn.717

    ;

    μνημεῖον παρά τινι Pl.Tht. 209c

    ; κ. εἰς μνήμην record, register, Id.Lg. 858d;

    κ. τι ἐς βιβλίον D.61.2

    ;

    γνώμην -θέσθαι εἰς μέσον D.H.Rh.9.4

    .
    7 pay (cf. 1.3),

    ἐκφόριον BGU1059.22

    (i B.C.), cf. PTeb.329.7 (ii A.D.), etc.
    b employ, spend, τὴν ἀκμὴν.. πρὸς τί κατατιθέμενος on what he is employing the prime of life, Apollod. Com.13.4;

    τὸν βίον εἴς τι Phld.Rh.1.244

    S.; κ. τὴν σχολὴν εἰς καλόν τι employ one's leisure in.., Plu.2.135d;

    τὴν τοῦ λέγειν δύναμιν εἰς τὴν τῶν ἀδικουμένων βοήθειαν D.S.9.13

    ; σπουδὴν-τιθέμενοι Polystr.p.19 W.
    8 impose,

    ὄνομα Parm.19.3

    , cf. 8.39; but μορφὰς κατέθεντο δύο γνώμας ὀνομάζειν recorded their decision, decided to name, ib.53.
    9 in Law, depose, aver,

    ἐν ὑπομνήμασι PLips.35.16

    (iv A.D.), cf. Cod.Just.1.5.16.1, etc.
    b = συγκατατίθεμαι, Eust. 1261.19.
    c make a testamentary disposition,

    κ. διαθηκιμαίαν βούλησιν PMasp.151.43

    , al. (vi A.D.).—Freq. in Hom. and familiar [dialect] Att.; rare in Trag.

    Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > κατατίθημι

  • 6 αἴθων

    a

    αἴθωνα κεραυνὸν O. 10.83

    ῥόον καπνοῦ αἴθων P. 1.23

    αἴθων δὲ κεραυνὸς P. 3.58

    αἴθωνι πρὶν ἁλίῳ γυῖον ἐμπεσεῖν N. 7.73

    b tawny

    αἴθων ἀλώπηξ O. 11.19

    Lexicon to Pindar > αἴθων

  • 7 καπνός

    καπνός (-ός, -οῦ, -ῷ, -όν.)
    1 smoke ἦν νιν (= Τροίαν)

    πεπρωμένον λάβρον ἀμπνεῦσαι κᾰπνόν O. 8.36

    ποταμοὶ δ' ἁμέραισιν μὲν προχέοντι ῥόον καπνοῦ αἴθων P. 1.22

    λευκανθέα σώμασι πίαναν κᾰπνόν i. e. from burning pyres N. 9.23

    φλὸξ αἰθέρα κνισάεντι λακτίζοισα καπνῷ I. 4.66

    ἔστι δέ τοι χέκων κακίει καπνός ( ἔτι δὲ τειχέων coni. Heyne, Boeckh) fr. 185. met., λέλογχε δὲ μεμφομένοις ἐσλοὺς ὕδωρ καπνῷ φέρειν ἀντίον (“Neid”. Fränkel, D & P 525̆{39}, Radt, Mnem., 1966, 155) N. 1.24

    Lexicon to Pindar > καπνός

  • 8 μέν

    1 where μέν is merely an emphatic particle, and is not balanced by δέ or another particle.
    a emphasising a demonstrative, not in nom., which refers back to a word in (esp. subject of) a preceding sentence.

    ὁ δ' αὐτῷ πὰρ ποδὶ σχεδὸν φάνη· τῷ μὲν εἶπε O. 1.75

    οὐδ' ἀκράντοις ἐφάψατο ἔπεσι· τὸν μὲν ἀγάλλων θεὸς ἔδωκεν O. 1.86

    μαντεύσατο

    δ' ἐς θεὸν ἐλθών. τῷ μὲν ὁ Χρυσοκόμας εἶπε O. 7.32

    Γλαῦκον τρόμεον Δαναοί. τοῖσι μὲν ἐξεύχετ O. 13.60

    ( ὄρος)

    τοῦ μὲν ἐπωνυμίαν κλεινὸς οἰκιστὴρ ἐκύδανεν πόλιν γείτονα P. 1.30

    πατήρ. τῷ μὲν εἰ κατέβαν ὑγίειαν ἄγων P. 3.72

    δεσπόταν· τὸν μὲν Φοῖβος ἀμνάσει P. 4.53

    ὣς φάτο· τὸν μὲν ἔγνον ὀφθαλμοὶ πατρός P. 4.120

    ( δοιοὶ δ' ὑψιχαῖται ἀνέρες).

    τῶν μὲν κλέος P. 4.174

    Κυράναν· ἁ μὲν οὔθ' ἱστῶν παλιμβάμους ἐφίλησεν ὁδούς P. 9.18

    γαμβρὸς Ἥρας. τῷ μὲν δαῖτα πορσύνοντες ἀστοὶ I. 4.61

    ( Αἰακὸν)

    τοῦ μὲν ἀντίθεοι ἀρίστευον υἱέες I. 8.24

    ( Ἀχιλεύς)

    τὸν μὲν οὐδὲ θανόντ' ἀοιδαὶ ἔλιπον I. 8.56

    ( καὶ κεῖνος)

    τὸν μὲν οὐ κατελέγχει κριτοῦ γενεὰ πατραδελφεοῦ I. 8.65

    Ὕλλου τε καὶ Αἰγιμιοῦ · τῶν (Hermann: τὰ cod.)

    μὲν ὑπὸ στάθμᾳ νέμονται I. 9.4

    cf. fr. 140b. 16.
    b emphasising adv., esp. temporal.

    νῦν μὲν αὐτῷ γέρας Ἀλκιμέδων O. 8.65

    μελέων, τὰ παρ' εὐκλέι Δίρκᾳ χρόνῳ μὲν φάνεν O. 10.85

    σάμερον μὲν χρή P. 4.1

    αἱ δὲ πρώτιστον μὲν ὕμνησαν Διὸς ἀρχόμεναι σεμνὰν Θέτιν N. 5.25

    ὃς τότε μὲν βασιλεύων κεῖθι N. 9.11

    ( Διόσκουροι)

    μάλα μὲν ἀνδρῶν δικαίων περικαδόμενοι N. 10.54

    adv. phrase, “τὸ μὲν ἐμόν, Πηλέι γέρας θεόμορον ὀπάσσαι γάμου ΑἰακίδᾳI. 8.38
    c emphasising verb.

    ἐπέγνω μὲν Κυράνα P. 4.279

    d where the balancing thought is,
    I suppressed.

    παῖδας, ὧν εἷς μὲν Κάμιρον πρεσβύτατόν τε Ἰάλυσον ἔτεκεν Λίνδον τε O. 7.73

    τὰ μὲν ἐν ἅρμασι καλλίνικοι πάλαι (v. also μέν τε) P. 11.46

    ξανθὸς δ' Αχιλεὺς τὰ μὲν μένων Φιλύρας ἐν δόμοις, παῖς ἐὼν ἄθυρε μεγάλα ἔργα N. 3.43

    πρῶτον μὲν fr. 30. 1.
    II not expressed in coordinated clause.

    ἤδη γὰρ αὐτῷ, πατρὶ μὲν βωμῶν ἁγισθέντων, διχόμηνις ἀντέφλεξε Μήνα O. 3.19

    τοὺς μὲν ὦν P. 3.47

    τὰ μὲν ὦν οὐ δύνανται νήπιοι κόσμῷ φέρειν ἀλλ' ἀγαθοί, τὰ καλὰ τρέψαντες ἔξω P. 3.83

    e contrasting with what precedes, not what follows. ἄγγελος ἔβαν πέμπτον ἐπὶ εἴκοσι τοῦτο γαρύων εὖχος ἀγώνων ἄπο. δύο μὲν Κρονίου πὰρ τεμένει, παῖ, σέ τ' ἐνόσφισε καὶ Πολυτιμίδαν κλᾶρος προπετὴς ἄνθἐ Ὀλυμπιάδος ( μὰν coni. Wil.) N. 6.61 esp.,

    ἀλλὰ μέν, ἀλλ' ἐπεύξασθαι μὲν ἐγὼν ἐθέλω Ματρί P. 3.77

    ἀλλὰ καὶ σκᾶπτον μόναρχον καὶ θρόνος τὰ μὲν ἄνευ ξυνᾶς ἀνίας λῦσονP. 4.154
    f dub. & fragg. [ ἀγαθοῖς μὲν (Schr.: ἀγαθοῖσιν codd.) N. 11.17]

    ἐγὼ μὲν ὑπὲρ χθονὸς Pae. 8.14

    ]ἔνθεν μὲν αρ[ Πα. 13a. 22. ]

    α μὲν γὰρ εὔχομαι[ Pae. 16.3

    ἔνθεν μὲν fr. 59. 11. πρόσθα μὲν fr. 70. 1. πρὶν μὲν ἕρπε Δ. 2. 1. μὲν στάσις[ Δ. 3. 3. ]φθίτο μὲν γα[ Δ. 4e. 8. τὰν λιπαρὰν μὲν Αἴγυπτον fr. 82. κείνῳ μὲν fr. 92. Λάκαινα μὲν fr. 112. δελφῖνος, τὸν μὲν ἐκίνησ' ἐρατὸν μέλος fr. 140b. 16. οἱ μὲν κατωκάρα δεσμοῖσι δέδενται fr. 161. φθέγμα μὲν πάγκοινον ἔγνωκας fr. 188. πανδείματοι μὲν fr. 189. ἴσον μὲν fr. 224. ἁ μὲν πόλις Αἰακιδᾶν fr. 242. ] υν μὲν θεο[ ?fr. 337. 11. στῆναι μὲν οὐ θέμις οὐδὲ παύσασθαι φορᾶς ?fr. 358.
    g γε μέν, v. 4.
    a where sentences are opposed.

    ἐμοὶ μὲν τὺ δὲ O. 1.84

    θανόντων μὲν ἐνθάδ' τὰ δ ἐν τᾷδε Διὸς ἀρχᾷ O. 2.57

    παρὰ μὲν τιμίοις τοὶ δὲ O. 2.65

    τὸν μὲν λεῖπε χαμαί· δύο δὲ ἐθρέψαντο δράκοντες O. 6.44

    τὰ μὲν ἐκ θεοῦ δ O. 11.8

    κελαδέοντι μὲν σὲ δ P. 2.15

    —8.

    νεότατι μὲν βουλαὶ δὲ πρεσβύτεραι P. 2.63

    —5.

    τόδε μὲν μέλος ὑπὲρ πολιᾶς ἁλὸς πέμπεται· τὸ Καστόρειον δ' θέλων ἄθρησον P. 2.67

    τῷ μὲν Ἀπόλλων · ἀπὸ δ' αὐτὸν ἐγὼ P. 4.66

    τὸν μὲν οὐ γίνωσκον· ὀπιζομένων δ' ἔμπας τις εἶπεν P. 4.86

    ἀλλὰ τούτων μὲν κεφάλαια λόγων ἴστε. λευκίππων δὲ δόμους πατέρων φράσσατέ μοιP. 4.116

    μάκαρ μὲν ἀνδρῶν μέτα ἔναιεν, ἥρως δ' ἔπειτα λαοσεβής P. 5.95

    μάλιστα μὲν Κρονίδαν θεῶν σέβεσθαι· ταύτας δὲ μή ποτε τιμᾶς ἀμείρειν γονέων βίον πεπρωμένον P. 6.23

    ὁ μὲν που τεοῖς τε μήδεσι τοῦτ' ἔπραξεν, τὸ δὲ συγγενὲς ἐμβέβακεν ἴχνεσιν πατρὸς (contra Wil., 467.) P. 10.11—2.

    οἱ μὲν πάλαι, νῦν δ I. 2.1

    —9.

    ἀλλ' ὀνοτὸς μὲν ἰδέσθαι, συμπεσεῖν δ ἀκμᾷ βαρύς I. 4.50

    —1.

    ἀλλ' ἐμοὶ δεῖμα μὲν παροιχόμενον καρτερὰν ἔπαυσε μέριμναν. τὸ δὲ πρὸ ποδὸς ἄρειον ἀεὶ βλέπειν χρῆμα πάν I. 8.11

    ἀλλὰ τὰ μὲν παύσατε· βροτέων δὲ λεχέων τυχοῖσα υἱὸν εἰσιδέτω θανόντ' ἐν πολέμῳI. 8.35 καλῶν μὲν ὦν μοῖράν τε τερπνῶν ἐς μέσον χρὴ παντὶ λαῷ δεικνύναι· εἰ δέ τις ἀνθρώποισι θεόσδοτος ἀτληκηκοτας προστύχῃ, ταύταν σκότει κρύπτειν ἔοικεν fr. 42. 3—5. ἀλλὰ [ βαρεῖα μὲν] ἐπέπεσε μοῖρα· τλάντων δ' ἔπειτα Πα. 2.. ταῦτα θεοῖσι μὲν πιθεῖν σοφοὺς δυνατόν, βροτοῖσιν δ ἀμάχανον εὑρέμεν Πα... τὸν μὲν Ὑπερβορ[έοις] ἄνεμος ζαμενὴς ἔμειξ[ ] ὦ Μοῖσαι, τοῦ δὲ παντεχ[ ] τίς ὁ ῥυθμὸς ἐφαίνετο; Πα... χάλκεοι μὲν τοῖχοι χρύσεαι δ ἓξ ὑπὲρ αἰετοῦ ἄειδον κηληδόνες Πα... Κρῆτα μὲν καλέοντι τρόπον, τὸ δ ὄργανον Μολοσσόν *fr. 107b. 2.* σῶμα μὲν πάντων ἕπεται θανάτῳ περισθενεῖ, ζωὸν δ' ἔτι λείπεται αἰῶνος εἴδωλον fr. 131b. 1.
    b where sentences are joined.

    ζώει μὲν ἐν Ὀλυμπίοις Σεμέλα. λέγοντι δ' ἐν καὶ θαλάσσᾳ βίοτον ἄφθιτον Ἰνοῖ τετάχθαι O. 2.25

    — 30.

    Ὀλυμπίᾳ μὲν γὰρ Πυθῶνι δ O. 2.48

    —9.

    τᾷ μὲν ὁ Χρυσοκόμας πραύμητίν τ' Ἐλείθυιαν παρέστασέν τε Μοίρας. ἧλθεν δ ὑπὸ σπλάγχνων Ἴαμος O. 6.41

    κείνοισι μὲν ( κείνοις ὁ μὲν coni. Mingarelli) —.

    αὐτὰ δὲ O. 7.49

    —50.

    Ἄλτιν μὲν ὅγ' ἐν καθαρῷ διέκρινε, τὸ δὲ κύκλῳ πέδον ἔθηκε δόρπου λύσιν O. 10.45

    —7.

    εἰ γὰρ ὁ πᾶς χρόνος ὄλβον μὲν οὕτω καὶ κτεάνων δόσιν εὐθύνοι, καμάτων δ' ἐπίλασιν παράσχοι P. 1.46

    τοὶ μὲν ἀλλάλοισιν ἀμειβόμενοι γάρυον τοιαῦτ· ἀνὰ δ' ἡμιόνοις Πελίας ἵκετο P. 4.93

    —4.

    ὀρφανίζει μὲν, ἔμαθε δ P. 4.283

    —4. τὸ μὲν ἔχει συγγενὴς ὀφθαλμὸς

    αἰδοιότατον γέρας. μάκαρ δὲ καὶ νῦν P. 5.15

    —20.

    πολλοῖσι μὲν γὰρ ἀείδεται νικαφόροις ἐν ἀέθλοις. τὰ δὲ καὶ ἀνδράσιν ἐμπρέπει P. 8.25

    —8.

    τοιαῦτα μὲν ἐφθέγξατ' Ἀμφιάρηος. χαίρων δὲ καὶ αὐτὸς Ἀλκμᾶνα στεφάνοισι βάλλω P. 8.55

    —6.

    τὸ μὲν μέγιστον τόθι χαρμάτων ὤπασας, οἴκοι δὲ πρόσθεν ἁρπαλέαν δόσιν ἐπάγαγες P. 8.64

    ποτὶ γραμμᾷ μέν αὐτὰν στᾶσε κοσμήσαις τέλος ἔμμεν ἄκρον, εἶπε δ P. 9.118

    —9. θάνεν μὲν αὐτὸς ἥρως Ἀτρείδας. ὁ δ' ἄρα γέροντα ξένον Στροφίον ἐξίκετο (others join μέν with τ v. 33) P. 11.31—4.

    ὁ δ' ὀρθὸν μὲν ἄντεινεν κάρα, πειρᾶτο δὲ πρῶτον μάχας N. 1.43

    ἐν Τροίᾳ μὲν Ἕκτωρ Αἴαντος ἄκουσεν. ὦ Τιμόδημε, σὲ δ' ἀλκὰ παγκρατίου τλάθυμος ἀέξει N. 2.14

    ἁ Νεμέα μὲν ἄραρεν μείς τ' ἐπιχώριος. ἅλικας δ ἐλθόντας οἴκοι τ ἐκράτει Νίσου τ ἐν εὐαγκεῖ λόφῳ N. 5.44

    —5.

    καὶ ταῦτα μὲν παλαιότεροι ὁδὸν ἀμαξιτὸν εὗρον. ἕπομαι δὲ καὶ αὐτός N. 6.53

    —4.

    χρεῖαι δὲ παντοῖαι φίλων ἀνδρῶν. τὰ μὲν ἀμφὶ πόνοις ὑπερώτατα, μαστεύει δὲ καὶ τέρψις ἐν ὄμμασι θέσθαι πιστόν N. 8.42

    πεῖραν μὲν ἀγάνορα Φοινικοστόλων ἐγχέων ἀναβάλλομαι ὡς πόρσιστα, μοῖραν δ' εὔνομον αἰτέω N. 9.28

    —9.

    τὰν μέν ᾤκισσεν ἁγεμόνα. σὲ δ' ἐς νᾶσον Οἰνοπίαν ἐνεγκὼν κοιμᾶτο I. 8.19

    —21. καὶ τὸ μὲν διδότω θεός. [ὁ δ]ἐχθρὰ νοήσαις ἤδη φθόνος οἴχεται Πα. 2.. χρῆν μὲν κατὰ καιρὸν ἐρώτων δρέπεσθαι, τὰς δὲ Θεοξένου ἀκτῖνας δρακείς, ὃς μὴ ποθῷ κυμαίνεται, κεχάλκευται (Hermann: με codd.) fr. 123. 1. ὃς μὲν ἀχρήμων, ἀφνεὸς τότε, τοὶ δ' αὖ πλουτέοντες fr. 124. 8. ἀπὸ μὲν λευκὸν γάλα χερσὶ τραπεζᾶν ὤθεον, αὐτόματοι δ' ἐπλάζοντο fr. 166. 3.
    c where subordinate clauses are joined.

    εἰ δ' ἀριστεύει μὲν ὕδωρ, κτεάνων δὲ χρυσὸς αἰδοιέστατος O. 3.42

    ἐκέλευσεν δ' αὐτίκα χρυσάμπυκα μὲν Λάχεσιν χεῖρας ἀντεῖναι θεῶν δ ὅρκον μέγαν μὴ παρφάμεν O. 7.64

    —5. ( φόρμιγξ) τᾶς ἀκούει μὲν βάσις, πείθονται δ

    ἀοιδοὶ σάμασιν P. 1.2

    —3.

    τᾶς ἐρεύγονται μὲν ἀπλάτου πυρὸς ἁγνόταται ἐκ μυχῶν παγαί. ποταμοὶ δὲ P. 1.21

    —2.

    τῶ σε μὴ λαθέτω, Κυράνα, παντὶ μὲν θεὸν αἴτιον ὑπερτιθέμεν, φιλεῖν δὲ Κάρρωτον P. 5.25

    —6. ( πάρφασις)

    ἃ τὸ μὲν λαμπρὸν βιᾶται, τῶν δ' ἀφάντων κῦδος ἀντείνει σαθρόν N. 8.34

    d where parts of sentences are opposed or joined.

    ὃς σε μὲν Νεμέᾳ πρόφατον, Ἀλκιμέδοντα δὲ πὰρ Κρόνου λόφῳ θῆκεν Ὀλυμπιονίκαν O. 8.16

    αἴνει δὲ παλαιὸν μὲν οἶνον, ἄνθεα δ' ὕμνων νεωτέρων O. 9.48

    —9.

    τέρας μὲν θαυμάσιον προσιδέσθαι, θαῦμα δὲ καὶ παρεόντων ἀκοῦσαι P. 1.26

    πράσσει γὰρ ἔργῳ μὲν σθένος, βουλαῖσι δὲ φρήν N. 1.26

    ὅσσους μὲν ἐν χέρσῳ κτανών, ὅσσους δὲ πόντῳ θῆρας ἀιδροδίκας N. 1.62

    οἶον αἰνέων κε Μελησίαν ἔριδα στρέφοι ῥήματα πλέκων, ἀπάλαιστος ἐν λόγῳ ἕλκειν, μαλακὰ μὲν φρονέων ἐσλοῖς, τραχὺς δὲ παλιγκότοις ἔφεδρος N. 4.95

    —6.

    Αἰακόν, ἐμᾷ μὲν πολίαρχον εὐωνύμῳ πάτρᾳ, Ἡράκλεες, σέο δὲ προπράον' ἔμμεν ξεῖνον ἀδελφεόν τ N. 7.85

    ὥρα πότνια τὸν μὲν ἡμέροις ἀνάγκας χερσὶ βαστάζεις, ἕτερον δὲ ἑτέραις N. 8.3

    τρὶς μὲν, τρὶς δὲ N. 10.27

    —8. “ ἥμισυ μὲν ἥμισυ δN. 10.87—8.

    ἀνὰ δ' ἔλυσεν μὲν ὀφθαλμόν, ἔπειτα δὲ φωνὰν χαλκομίτρα Κάστορος N. 10.90

    ἀλλ' ἐπέρα ποτὶ μὲν Φᾶσιν θερείαις, ἐν δὲ χειμῶνι πλέων Νείλου πρὸς ἀκτάν I. 2.41

    κατὰ μὲν φίλα τέκν' ἔπεφνεν, αὐτὸν δὲ τρίτον fr. 171. πολλοῖς μὲν ἐνάλου ὀρείου δὲ πολλοῖς ἄγρας ἀκροθινίοις ( δὲ πολλοῖς Duebner: πολλάκις codd.) ?fr. 357.
    e explicative, distributive.

    ἄνθεμα δὲ χρυσοῦ φλέγει, τὰ μὲν χερσόθεν ὕδωρ δ' ἄλλα φέρβει O. 2.72

    γλαυκοὶ δὲ δράκοντες τρεῖς, οἱ δύο μὲν κάπετον, εἷς δ O. 8.38

    , cf. O. 13.58, P. 2.48

    διδύμους υἱοὺς τὸν μὲν Ἐχίονα, κεχλάδοντας ἥβᾳ, τὸν δ' Ἔρυτον P. 4.179

    Κάδμου κόραι, Σεμέλα μὲν Ὀλυμπιάδων ἀγυιᾶτις, Ἰνὼ δὲ Λευκοθέα P. 11.1

    φυᾷ δ' ἕκαστος διαφέρομεν βιοτὰν

    λαχόντες, ὁ μὲν τά, τὰ δ' ἄλλοι N. 7.55

    ἀλλ' ἄγε τῶνδέ τοι ἔμπαν αἵρεσιν παρδίδωμ· εἰ μὲν, εἰ δὲ N. 10.83

    —5.

    ῥεέθροισί τε Δίρκας ἔφανεν καὶ παρ' Εὐρώτᾳ πέλας, Ἰφικλέος μὲν παῖς Τυνδαρίδας δὲ I. 1.30

    I μέν δέ δέ — (δέ..) στάδιον μὲν ἀρίστευσεν. ὁ δὲ πάλᾳ κυδαίνων Ἔχεμος Τεγέαν. Δόρυκλος δὲ. ἂν ἵπποισι δὲ. μᾶκος δὲ. ἐν δO. 10.64

    ἐγγὺς μὲν Φέρης. ἐκ δὲ Μεσσάνας Ἀμυθάν. ταχέως δ' Ἄδματος ἶκεν καὶ Μέλαμπος P. 4.125

    —6. κρέσσονα μὲν ἁλικίας νόον φέρβεται γλῶσσάν τε· θάρσος δὲ (δὲ Schneidewin: τε codd.)—.

    ἀγωνίας δ P. 5.109

    —113.

    ἄγοντι δέ με πέντε μὲν Ἰσθμοῖ νῖκαι, μία δ'. δύο δ P. 7.13

    —6.

    ἡσυχία δὲ φιλεῖ μὲν συμπόσιον· νεοθαλὴς δ' αὔξεται μαλθακᾷ νικαφορία σὺν ἀοιδᾷ· θαρσαλέα δὲ παρὰ κρατῆρα φωνὰ γίνεται N. 9.48

    μακρὰ μὲν. πολλὰ δ'. οὐδ Ὑπερμήστρα. Διομήδεα δ. γαῖα δ N. 10.4

    τοὶ μὲν ὦν Θήβαισι. ὅσσα δ'. ἀνορέαις δ I. 4.7

    —11.

    ἐν μὲν Αἰτωλῶν θυσίαισι φαενναῖς Οἰνείδαι κρατεροί, ἐν δὲ Θήβαις ἱπποσόας Ἰόλαος γέρας ἔχει, Περσεὺς δ' ἐν Ἄργει Κάστορος δ αἰχμὰ Πολυδεύκεός τ ἐπ Ἐὐρώτα ῥεέθροις. ἀλλ ἐν Οἰνώνᾳ I. 5.30

    —4.

    τὸν μὲν ἄνδωκε δ'. ὁ δ I. 6.37

    —41.

    ἵπποι μὲν ἀθάναται Ποσειδᾶνος ἄγοντ' Αἰακ[ ] Νηρεὺς δ ὁ γέρων ἕπετα[ι ] πατὴρ δὲ Κρονίων μολ[ Pae. 15.2

    σεμνᾷ μὲν κατάρχει. ἐν δὲ κέχλαδεν. ἐν δὲ Ναίδων. ἐν δ Δ. 2.. τοῖσι λάμπει μὲν μένος ἀελίου, φοινικορόδοις δ ἐνὶ λειμώνεσσι (δ supp. Bergk: τ Boeckh) Θρ.. 1. τεῖρε δὲ στερεῶς ἄλλαν μὲν σκέλος, ἄλλαν δὲ πᾶχυν, τὰν δὲ αὐχένα φέροισαν fr. 169. 30—2. ἀελλοπόδων μέν τιν' εὐφραίνοισιν ἵππων τιμαὶ καὶ στέφανοι τοὺς δ ἐν πολυχρύσοις θαλάμοις βιότα. τέρπεται δὲ καί τις fr. 221.
    II in paratactic climax. ἄριστον μὲν ὕδωρ, ὁ δὲ χρυσὸς, εἰ δ' ἄεθλα (cf. O. 3.45) O. 1.1—3.

    ἐμοὶ μὲν ὦν, ἐπ' ἄλλοισι δὲ, τὸ δ ἔσχατον O. 1.111

    —3.

    Πίσα μὲν Διός. Ὀλυμπιάδα δὲ. Θήρωνα δὲ O. 2.3

    πολλὰ μὲν, πολλὰ δ'. ἅπαν δ εὑρόντος ἔργον O. 13.14

    ἀρέομαι πὰρ μὲν Σαλαμῖνος, ἐν Σπάρτᾳ δ', παρὰ δὲ τὰν εὔυδρον ἀκτὰν Ἱμέρα P. 1.76

    πολ]λὰ μὲν τὰ πάροιθ[ ]δαιδάλλοισ' ἔπεσιν, τὰ δ α[ ] Ζεὺς οἶδ, ἐμὲ δὲ πρέπει Παρθ. 2. 31. ἀπὸ Ταυγέτοιο μὲν. Σκύριαι δ. ὅπλα δ ἀπ Ἄργεος, ἅρμα Θηβαῖον, ἀλλ ἀπὸ Σικελίας fr. 106. ἁ μὲν ἀχέταν Λίνον αἴλινον ὕμνει, ἁ δ' Ὑμέναιον. ἁ δ Ἰάλεμον υἱὸν Οἰάγρου λτ;δὲγτ; Ὀρφέα (δὲ supp. Wil.) *qr. 3. 6.—10
    IIIμέν. νῦν αὖτε δὲ. ἐν Νεμέᾳ μὲν πρῶτον νῦν αὖτε Ἰσθμοῦ. εἴη δὲ τρίτον σωτῆρι πορσαίνοντας Ὀλυμπίῳ I. 6.3—7.
    g ὁ μέν ὁ δέ — ( ὁ δέ).

    ἀλλ' ὁ μὲν Πυθῶνάδ ᾤχετ ἰὼν. ἁ δὲ τίκτε θεόφρονα κοῦρον O. 6.37

    —41.

    τὸ μὲν γὰρ πατρόθεν τὸ δ' ματρόθεν O. 7.23

    ἐδόκησαν ἐπ' ἀμφότερα μαχᾶν τάμνειν τέλος, τοὶ μὲν γένει φίλῳ σὺν Ἀτρέος Ἑλέναν κομίζοντες, οἱ δ ἀπὸ πάμπαν εἴργοντες O. 13.58

    ἀμφοτέροις ὁμοῖοι τοκεῦσι, τὰ ματρόθεν μὲν κάτω, τὰ δ' ὕπερθε πατρός P. 2.48

    δόξαν εὑρεῖν τὰ μὲν ἐν ἱπποσόαισιν ἄνδρεσσι μαρνάμενον, τὰ δ' ἐν πεζομάχαισι P. 2.65

    τὸν μὲν ἁ δ P. 3.8

    —12.

    ἄλλον ἀλλοίων ἀχέων ἔξαγεν τοὺς μὲν μαλακαῖς ἐπαοιδαῖς ἀμφέπων, τοὺς δὲ προσανέα πίνοντας ἢ γυίοις περάπτων παντόθεν φάρμακα, τοὺς δὲ τομαῖς ἔστασεν ὀρθούς P. 3.51

    τὸν μὲν τοῦ δὲ P. 3.97

    —100.

    τὰ μὲν παρίκει· τῶν νῦν δὲ P. 6.43

    Κάστορος βίαν σέ τε, ἄναξ Πολύδευκες, υἱοὶ θεῶν, τὸ μὲν παρ' ἆμαρ ἕδραισι Θεράπνας, τὸ δ οἰκέοντας ἔνδον Ὀλύμπου P. 11.63

    ἀλλ' ἔσται χρόνος οὗτος, ὃ καί τιν ἀελπτίᾳ βαλὼν ἔμπαλιν γνώμας τὸ μὲν δώσει, τὸ δ οὔπω P. 12.32

    τοὶ μὲν ὁ δ N. 1.41

    διείργει δὲ πᾶσα κεκριμένα δύναμις, ὡς τὸ μὲν οὐδὲν, ὁ δὲ χάλκεος ἀσφαλὲς αἰὲν ἕδος μένει οὐρανός N. 6.3

    ἁμέραν τὰν μὲν παρὰ πατρὶ φίλῳ Δὶ νέμονται τὰν δ' ὑπὸ κεύθεσι γαίας N. 10.55

    ἀλλὰ

    βροτῶν τὸν μὲν κενεόφρονες αὖχαι ἐξ ἀγαθῶν ἔβαλον. τὸν δ' αὖ παρέσφαλεν καλῶν θυμὸς ἄτολμος ἐών N. 11.29

    ἁ μὲν ἁ δ' ἁ δ Θρ. 3.. καὶ τοὶ μὲν ἵπποις γυμνασίοισι λτ;τεγτ;, τοὶ δὲ πεσσοῖς, τοὶ δὲ φορμίγγεσσι τέρπονται, παρὰ δέ σφισιν εὐανθὴς ἅπας τέθαλεν ὄλβος Θρ. 7. 6—7. irregularly coordinated,

    τὰ δ' ἄλλαις ἁμέραις πολλὰ μὲν ἐν κονίᾳ χέρσῳ, τὰ δὲ γείτονι πόντῳ φάσομαι N. 9.43

    , cf. P. 3.51
    h with anaphora.

    πολλὰ μὲν πολλὰ δὲ O. 13.14

    πολλὰ μὲν πολλὰ δὲ (Boeckh: μιν codd.) P. 9.123

    ὅσσους μὲν ὅσσους δὲ N. 1.62

    ἀλλ' ἀνὰ μὲν βρομίαν φόρμιγγ, ἀνὰ δ αὐλὸν ἐπ αὐτὰν ὄρσομεν ἱππίων ἀέθλων κορυφάν N. 9.8

    τρὶς μὲν τρὶς δὲ N. 10.27

    ἥμισυ μὲν ἥμισυ δὲ N. 10.87

    εὖ μὲν Ἀρισταγόραν δέξαι εὖ δ' ἑταίρους N. 11.3

    —4.

    πολλὰ μὲν πολλὰ δὲ N. 11.6

    —7.

    χρὴ μὲν ὑμνῆσαι τὸν ἐσλόν, χρὴ δὲ κωμάζοντ' ἀγαναῖς χαρίτεσσιν βαστάσαι I. 3.7

    —8.

    ἀγαπᾶται, μέτρα μὲν γνώμᾳ διώκων, μέτρα δὲ καὶ κατέχων I. 6.71

    διαγινώσκομαι μὲν, γινώσκομαι δὲ καὶ Pae. 4.22

    ἐντὶ μὲν. ἐντὶ [δὲ καὶ] (supp. Wil.) Θρ. 3. 1. οἶδε μὲν βίου τελευτάν, οἶδεν δὲ διόσδοτον ἀρχάν fr. 137. 1.
    i where the μέν cl. has concessive force.

    σοφίαι μὲν αἰπειναί· τοῦτο δὲ προσφέρων O. 9.107

    κώμῳ μὲν ἁδυμελεῖ Δίκα παρέστακε· θεῶν δ' ὄπιν ἄφθονον αἰτέω P. 8.70

    ἦ τιν' ἄγλωσσον μέν, ἦτορ δ ἄλκιμον, λάθα κατέχει ἐν λυγρῷ νείκει N. 8.24

    cf.

    μὲν ἀλλά P. 4.139

    ; P. 6.23
    k indicating comparison.

    λέγεται μὰν Ἕκτορι μὲν κλέος ἀνθῆσαι Σκαμάνδρου χεύμασιν ἀγχοῦ, βαθυκρήμνοισι δ' ἀμφ ἀκταῖς Ἑλώρου δέδορκεν παιδὶ τοῦθ Ἁγησιδάμου φέγγος ἐν ἁλικίᾳ πρώτᾳ N. 9.39

    l where μέν and δὲ clauses are irregularly balanced.

    Ἱέρωνος ὃς ἀμφέπει σκᾶπτον δρέπων μὲν κορυφὰς ἀρετᾶν ἄπο πασᾶν, ἀγλαίζεται δὲ καὶ μουσικᾶς ἐν ἀώτῳ O. 1.13

    οἱ ὤπασε θησαυρὸν δίδυμον μαντοσύνας, τόκα μὲν

    φωνὰν ἀκούειν, εὖτ' ἂν δὲ Ἡρακλέης κτίσῃ, τότ αὖ χρηστήριον θέσθαι κέλευσεν O. 6.66

    ὃς τύχᾳ μὲν δαίμονος, ἀνορέας δ' οὐκ ἀμπλακὼν O. 8.67

    πολλὰ δ' ἀνθρώποις παρὰ γνώμαν ἔπεσεν ἔμπαλιν μὲν τέρψιος, οἱ δὲ O. 12.11

    οὐ ψεύσομ' ἀμφὶ Κορίνθῳ, Σίσυφον μὲν πυκνότατον παλάμαις ὡς θεόν, καὶ τὰν Μήδειαν. τὰ δὲ καί ποτ ἐν ἀλκᾷ ἐδόκησαν ἐπ ἀμφότερα μαχᾶν τάμνειν τέλος O. 13.52

    —5. πρύτανι κύριε πολλᾶν μὲν εὐστεφάνων ἀγυιᾶν καὶ στρατοῦ. εἰ δέ τις (v. G. P., 374) P. 2.58

    διψῇ δὲ πρᾶγος ἄλλο μὲν ἄλλου, ἀεθλονικία δὲ μάλιστ' ἀοιδὰν φιλεῖ N. 3.6

    —7.

    ὁ δ' ἀποπλέων Σκύρου μὲν ἅμαρτε πλαγχθέντες δ εἰς Ἐφύραν ἵκοντο N. 7.37

    χαίρω δὲ πρόσφορον ἐν μὲν ἔργῳ κόμπον ἱείς, ἐπαοιδαῖς δ' ἀνὴρ νώδυνον καί τις κάματον θῆκεν N. 8.48

    —9 cf. N. 9.48

    ἄνδρα δ' ἐγὼ μακαρίζω μὲν πατέῤ Ἀρκεσίλαν. εἰ δέ τις N. 11.11

    λίσσομαι παῖδα θρασὺν ἐξ Ἐριβοίας ἀνδρὶ τῷδε τελέσαι, τὸν μὲν ἄρρηκτον φυάν, θυμὸς δ' ἑπέσθωI. 6.47—9.

    μάτρωί θ' χάλκασπις ᾧ πότμον μὲν Ἄρης ἔμειξεν, τιμὰ δ ἀγαθοῖσιν ἀντίκειται I. 7.25

    —6. σὲ δ' ἐγὼ παρά μιν αἰνέω μέν, Γηρυόνα, τὸ δὲ μὴ Δὶ φίλτερον σιγῷμι πάμπαν fr. 81 ad Δ. 2. πόλιν ἀμφινέμονται, πλεῖστα μὲν δῶρ' ἀθανάτοις ἀνέχοντες, ἕσπετο δ αἰενάου πλούτου νέφος fr. 119. 3.
    m μέν δέ combined with other particles.
    I

    μὲν ὦν δέ. ἀρούραισιν, αἵτ ἀμειβόμεναι τόκα μὲν ὦν βίον ἀνδράσιν ἐπηετανὸν ἐκ πεδίων ἔδοσαν, τόκα δ αὖτ ἀναπαυσάμεναι σθένος ἔμαρψαν N. 6.10

    cf. O. 1.111
    II γε μὲνδέ, opposing two connected thoughts to what precedes; v. 4. infra. (Fortune, you guide ships and wars and councils).

    αἵ γε μὲν ἀνδρῶν πόλλ' ἄνω, τὰ δ αὖ κάτω ψεύδη μεταμώνια τάμνοισαι κυλίνδοντ ἐλπίδες. σύμβολον δ οὔ πώ τις ἐπιχθονίων πιστὸν εὗρεν θεόθεν O. 12.5

    ὕπατον δ' ἔσχεν Πίσα Ἡρακλέος τεθμόν. ἁδεῖαί γε μὲν ἀμβολάδαν ἐν τελεταῖς δὶς Ἀθαναίων μιν ὀμφαὶ κώ-

    μασαν· γαίᾳ δὲ καυθείσᾳ πυρὶ καρπὸς ἐλαίας ἔμολεν N. 10.33

    n fragg. τὶν μὲν [πά]ρ μιν[ ] ἐμὶν δὲ πὰ[ρ] κείνοι[ς Πα. 1. 1. λίγεια μὲν Μοῖσ' ἀφα [ ] μνάσει δὲ καί τινα Πα. 14. 32—5.
    3 μέν balanced with particles other than δέ.
    a μέν ἀλλά lang=greek>
    I

    τὸ μὲν Ἀρχιλόχου μέλος, φωνᾶεν Ὀλυμπίᾳ ἄρκεσε. ἀλλὰ νῦν O. 9.1

    λέγοντι μὰν χθόνα μὲν κατακλύσαι μέλαιναν ὕδατος σθένος, ἀλλὰ ἀνάπωτιν ἐξαίφνας ἄντλον ἑλεῖν O. 9.50

    ποταμοὶ δ' ἁμέραισιν μὲν προχέοντι ῥόον καπνοῦ αἴθων· ἀλλ ἐν ὄρφναισιν P. 1.22

    ἀσθενεῖ μὲν χρωτὶ βαίνων, ἀλλὰ μοιρίδιον ἦν P. 1.55

    ἐντὶ μὲν θνατῶν φρένες ὠκύτεραι κέρδος αἰνῆσαι ἀλλ' ἐμὲ χρὴ καὶ σὲP. 4.139

    ῥᾴδιον μὲν γὰρ πόλιν σεῖσαι ἀλλ' ἐπὶ χώρας αὖτις ἕσσαι δυσπαλὲς δὴ γίνεται P. 4.272

    πολλὰ μὲν ἀρτιεπὴς γλῶσσά μοι τοξεύματ' ἔχει. ἀλλ ὅμως καύχαμα κατάβρεχε σιγᾷ I. 5.46

    —52, cf. fr. 106.
    II μέν ἀλλά δέ δέ, in enumeration.

    παρὰ μὲν ὑψιμέδοντι Παρνασσῷ τέσσαρας ἐξ ἀέθλων νίκας ἐκόμιξαν, ἀλλὰ Κορινθίων ὑπὸ φωτῶν ἐν ἐσλοῦ Πέλοπος πτυχαῖς ὀκτὼ στεφάνοις ἔμιχθεν ἤδη, ἑπτὰ δ' ἐν Νεμέᾳ, τὰ δ οἴκοι μάσσον ἀριθμοῦ, Διὸς ἀγῶνι N. 2.19

    —24.
    b μέν τε.
    I

    χαίταισι μέν ζευχθέντες ἔπι στέφανοι πράσσοντί με τοῦτο χρέος, ἅ τε Πίσα O. 3.6

    ὄτρυνον νῦν ἑταίρους, Αἰνέα, πρῶτον μὲν κελαδῆσαι, γνῶναί τ' ἔπειτ O. 6.88

    ἁδυμελεῖ θαμὰ μὲν φόρμιγγι παμφώνοισί τ' ἐν ἔντεσιν αὐλῶν O. 7.12

    βλάστε μὲν ἐξ ἁλὸς ὑγρᾶς νᾶσος, ἔχει τέ μιν ὀξειᾶν ὁ γενέθλιος ἀκτίνων πατήρ O. 7.69

    τίμα μὲν δίδοι τε O. 7.88

    παρέσταν μὲν ἄρα Μοῖραι σχεδὸν ὅ τ' ἐξελέγχων χρόνος O. 10.52

    αἱ δύο δ' ἀμπλακίαι φερέπονοι τελέθοντι· τὸ μέν ὅτι, ὅτι τε P. 2.31

    ὁ θεῖος ἀνὴρ πρίατο μὲν θανάτοιο κομιδὰν πατρός, ἐδόκησέν τε P. 6.39

    ὀφείλει δ' ἔτι θαμὰ μὲν Ἰσθμιάδων δρέπεσθαι κάλλιστον ἄωτον ἐν Πυθίοισί τε νικᾶν Τιμονόου παῖδ N. 2.9

    ἦ μὰν ἀνόμοιά γε

    δᾴοισι ἕλκεα ῥῆξαν τὰ μὲν ἀμφ' Ἀχιλεῖ νεοκτόνῳ, ἄλλων τε μόχθων ἐν πολυφθόροις ἁμέραις N. 8.30

    —1. τὸ μὲν ἔλευσεν· ἴδον τ' ἄποπτα[ Δ.. 3. γόνον ὑπάτων μὲν πατέρων μελπόμενοι γυναικῶν τε Καδμειᾶν fr. 75. 11.
    II μέν τε — ( και/τε.), in enumeration.

    μιν αἰνέω μάλα μὲν τροφαῖς ἑτοῖμον ἵππων χαίροντά τε καὶ πρὸς ἡσυχίαν τετραμμένον O. 4.14

    —6.

    εἰ δ' εἴη μὲν Ὀλυμπιονίκας βωμῷ τε ταμίας συνοικιστήρ τε, τίνα κεν φύγοι ὕμνον O. 6.4

    κτεῖνε μὲν κλέψεν τε ἔν τ P. 4.249

    —51.
    III irregularly coordinated.

    ἀλλ' ἐγὼ Ἡροδότῳ τεύχων τὸ μὲν ἅρματι τεθρίππῳ γέρας, ἁνία τ ἀλλοτρίαις οὐ χερσὶ νωμάσαντ ἐθέλω ἐναρμόξαι μιν ὕμνῳ I. 1.14

    αἰδοῖος μὲν ἧν ἀστοῖς ὁμιλεῖν, ἱπποτροφίας τε νομίζων ἐν Πανελλάνων νόμῳ. καὶ θεῶν δαῖτας προσέπτυκτο πάσας I. 2.37

    ἐμὲ δὲ πρέπει παρθενήια μὲν φρονεῖν γλώσσᾳ τε λέγεσθαι *parq. 2. 34.
    d uncertain exx. ἀείδει μὲν ἄλσος ἁγνὸν τὸ τεὸν ποταμόν τε ὤανον ἐγχωρίαν τε λίμναν καὶ σεμνοὺς ὀχετούς, Ἵππαρις οἶσιν ἄρδει στρατόν, κολλᾷ τε σταδίων θαλάμων ταχέως ὑψίγυιον ἄλσος ( κολλᾷ τε cum ἄρδει, Σ; cum ἀείδει μὲν Hermann) O. 5.10—2. [ μὲν — (coni. Hartung: μιν codd.: ὔμμιν de Jongh) τε (v. l. δέ) O. 11.17—9.] [κρέσσονα μὲν. θάρσος τε — (codd.: δὲ Schneidewin),

    ἀγωνίας δ P. 5.109

    —13.] [ θάνεν μὲν μάντιν τ ( θάνεν μὲν cum ὁ δ' ἄρα v. 34, edd. vulg.) P. 11.31—33.] [τὰ μὲν ἐν ἅρμασι καλλίνικοι πάλαι Ὀλυμπίᾳ ἀγώνων πολυφάτων ἔσχον θοὰν ἀκτῖνα σὺν ἵπποις, Πυθοῖ τε ἤλεγξαν Ἑλλανίδα στρατιὰν ὠκύτατι ( Ὀλυμπίᾳ τ codd., edd.: τ del. Pauw: Ὀλυμπίαθ Maas) P. 11.46] [ μὲν (codd.: ἔμμεν Turyn) N. 7.86] [ μὲν τε (v. l. δ.) Θρ. 7. 1—5.]
    c

    μὲν γε μάν. νῦν δ' ἔλπομαι μέν, ἐν θεῷ γε μὰν τέλος O. 13.104

    d μὲν αὖτε. ( θεός)

    ὃς ἀνέχει τότε μὲν τὰ κείνων, τότ' αὖθ ἑτέροις ἔδωκεν μέγα κῦδος P. 2.89

    , cf. I. 6.3—7.
    e

    μέν ἀτάρ. οἱ μὲν κρίθεν· ἀτὰρ Ἰάσων αὐτὸς P. 4.168

    Ἀπόλλωνι μὲν θ[εῶν] ἀτὰρ ἀνδρῶν Ἐχεκ[ρά]τει ?fr. 333a. 4.
    f μέν καί καί. cf. 1. b supra. πρῶτον μὲν Ἀλκμήνας σὺν υἱῷ Τρώιον ἂμ πεδίον, καὶ μετὰ ζωστῆρας Ἀμαζόνος ἦλθεν καὶ εἷλε Μήδειαν fr. 172. 3—6.
    4 γε μέν, yet cf. 2. m. β supra. “ νῦν γε μὲν” (byz.: μάν codd.) P. 4.50 τίν γε μέν (cf. G. P., 387) N. 3.83

    Lexicon to Pindar > μέν

  • 9 ποταμός

    ποτᾰμός (-οῦ, -ῷ, -όν, -οί.)
    1 river ἔσχον οἴκημα ποταμοῦ (i. e. ποτάμιον) O. 2.9

    ἀείδει μὲν ἄλσος ἁγνὸν τὸ τεὸν ποταμόν τε ὤανον O. 5.11

    ποταμοὶ δ' ἁμέραισιν μὲν προχέοντι ῥόον καπνοῦ αἴθων P. 1.22

    χὠπόσαι ἐν θαλάσσᾳ καὶ ποταμοῖς ψάμαθοι κλονέονταιP. 9.47 ἀλλά μιν ποταμῷ σχεδὸν μολόντα φύρσει” (? the river Nestos, west of Abdera) Πα. 2.. ἄστρα τε καὶ ποταμοὶ καὶ κύματα πόντου fr. 136. met., τὸν ἄπειρον ἐρεύγονται σκότον βληχροὶ δνοφερᾶς νυκτὸς ποταμοὶ fr. 130. 2. ad Θρ.. [ποταμοῦ (Π: del. Wil. ut gloss.) fr. 70. 2.] cf.

    Σ, Pae. 10.2

    Lexicon to Pindar > ποταμός

  • 10 προχέω

    1 pour out

    ποταμοὶ δ' ἁμέραισιν μὲν προχέοντι ῥόον καπνοῦ αἴθων P. 1.22

    Ἐφυραίων ὄπ' ἀμφὶ Πηνειὸν γλυκεῖαν προχεόντων ἐμὰν P. 10.56

    Lexicon to Pindar > προχέω

  • 11 ῥόος

    1 stream

    ποταμοὶ δ' ἁμέραισιν μὲν προχέοντι ῥόον καπνοῦ αἴθων P. 1.22

    Lexicon to Pindar > ῥόος

  • 12 διαψαίρω

    Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > διαψαίρω

  • 13 μαρίλη

    A embers of charcoal, coal-dust (= ἡ ἐξ ἀνθράκων τέφρα Sch.Ar.Ach. 349; = ἀμαυρὸν πῦρ, ὁ χνοῦς καὶ τὸ λεπτότατον τῶν ἀνθράκων, Suid.), Hippon.59, Cratin.257, Com.Adesp.443;

    μ. ἀνθράκων Hippon.71

    , cf.Ar.Ach. 350: distd. from ἄνθρακες (charcoal) and σποδιή (ashes) by Hp.Mul.2.133; hot embers, Ruf. ap. Orib.4.2.20;

    λεπτῆς μ. Arist.Pr. 967b5

    ;

    χαλκεὺς γέμων κάπνου καὶ μαρίλης Jul.Or.7.233b

    : hence, ὦ Μᾰρῑλάδη O son of Coaldust! comic name of an Acharnian collier, Ar.Ach. 609.

    Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > μαρίλη

  • 14 περί

    περί, Thess., Delph. περ IG9(2).517.17 (iii B.C.), al., Schwyzer 323 A4 (v/iv B.C.), also [dialect] Aeol., v. infr. A. V ; Elean παρ ib.413.4: Prep. with gen., dat., and acc.:—
    A round about, all round (prop. different from ἀμφί, on both sides). (Cogn. with Skt. pári 'round about'.)
    A WITH GENITIVE,
    I of Place, sts. in Poets, round about, around,

    τετάνυστο π. σπείους ἡμερίς Od.5.68

    ;

    τείχη π. Δαρδανίας E. Tr. 818

    (lyr., s.v.l.);

    εἴλυμα π. χροός A.R.2.1129

    : rarely, like ἀμφί, on both sides, v. περιβαίνω 1 fin.
    2 about near,

    π. σοῦ πάντα γένοιτο ῥόδα IG14.2508

    ([place name] Nemausus).
    II to denote the object about or for which one does something:
    1 with Verbs of fighting or contending, π. τινός for an object—from the notion of the thing's lying in the middle to be fought about, π. τῶνδε for these prizes, Il.23.659 ;

    π. πτόλιος.. μαχήσεται 18.265

    ; π. Πατρόκλοιο θανόντος ib. 195, cf. 17.120;

    π. σεῖο 3.137

    ;

    π. νηὸς ἔχον πόνον 15.416

    ; ἀμύνεσθαι π. πάτρης, π. νηῶν, π. τέκνων, 12.243, 142, 170, etc.; δόλους καὶ μῆτιν ὕφαινον, ὥς τε π. ψυχῆς since it was for my life, Od.9.423 ;

    π. ψυχῆς θέον Ἕκτορος Il.22.161

    ;

    π. ψυχέων ἐμάχοντο Od.22.245

    ; in Prose, τρέχειν π. ἑωυτοῦ, π. τῆς ψυχῆς, Hdt.7.57,9.37;

    ἀγῶνας δραμέονται π. σφέων αὐτῶν Id.8.102

    ;

    νεναυμάχηκε τὴν π. τῶν κρεῶν Ar. Ra. 191

    ; <

    τὸν> π. τοῦ παντὸς δρόμον θέοντες Hdt.8.74

    ; κινδυνεύειν π. τινός ibid., etc.;

    οὐ π. τῶν ἴσων ὁ κίνδυνός ἐστι X.HG7.1.7

    ; and without a Verb,

    π. γῆς ὅρων διαφοραί Th.1.122

    ;

    π. πάντων ἀγαθῶν ὁ ἀγών X.Cyr. 3.3.44

    , cf. S.Aj. 936(lyr.), etc.;

    μάχη π. τινός Pl.Tht. 179d

    ;

    ἐπειγόμενοι π. νίκης Il.23.437

    , cf. 639, Hdt.8.26 ;

    πεῖραν θανάτου π. καὶ ζωᾶς ἀναβάλλεσθαι Pi.N.9.29

    ;

    π. θανάτου φεύγειν Antipho 5.95

    ; but ἐρίσσαι π. μύθων contend about speaking, i. e. who can speak best, Il.15.284 ;

    καὶ ἀθανάτοισιν ἐρίζεσκον π. τόξων Od.8.225

    , cf. 24.515.
    2 with words which denote care or anxiety, about, on account of,

    π. Τρώων.. μερμηρίζειν Il.20.17

    ;

    ἄχος π. τινός Od.21.249

    ;

    φόνου π. βουλεύειν 16.234

    ;

    φροντίζειν π. τινός Hdt.8.36

    , etc.;

    κήδεσθαι π. τ. S.Ph. 621

    ;

    δεδιέναι π. τ. Pl.Prt. 320a

    , etc.;

    ἀπολογεῖσθαι π. τ. X.Cyr.2.2.13

    ; κρίνειν, διαγιγνώσκειν π. τ., Pi.N.5.40, Antipho 5.96; π. τ. ψηφίζεσθαι, διαψηφίζεσθαι, ψῆφον φέρειν, IG12.57.42, X.HG2.3.50, Lycurg.11 ;

    βουλεύεσθαι π. τῆς κοινῆς σωτηρίας Isoc.5.69

    ;

    π. Μεθωναίων IG12.57.49

    ; διανοεῖσθαι, σκοπεῖν π. τινός, Pl.Phdr. 270d, Phd. 65e;

    μαντεύεσθαι π. τ. Hdt.8.36

    , cf. S.Tr.77 ; π. πότου γοῦν ἐστί σοι; so with you it is a question of drink? Ar.Eq.87, cf. Plu.2.43b.
    3 with Verbs of hearing, knowing, speaking, etc., about, concerning,

    π. νόστου ἄκουσα Od.19.270

    ;

    οἶδα γὰρ εὖ π. κείνου 17.563

    ;

    π. πομπῆς μνησόμεθα 7.191

    ;

    π. πατρὸς ἐρέσθαι 1.135

    , 3.77 ; π. τινὸς ἐρέειν, λέγειν, λόγον ποιήσασθαι, etc., Hdt. 1.5, S.OT 707, X.Cyr.1.6.13, etc.;

    λέγειν καὶ ἀκούειν π. ἑκάστου Th.4.22

    , etc.;

    λόγος π. τινός Pl.Prt. 347b

    , etc.;

    ἡ π. τινὸς φήμη Aeschin.1.48

    ; π. τινὸς ἀγγεῖλαι, κηρῦξαι, S.El. 1111, Ant. 193 ; π. τινὸς διελθεῖν, διεξελθεῖν, διηγεῖσθαι, Isoc.9.2, Pl.Plt. 274b, Euthphr.6c, etc.;

    παίζειν π. τινός X.Mem.1.3.8

    ;

    ἐμπειροτέρως ἔχειν π. τινός Aeschin.1.82

    ;

    νόμον γράψαι π. τινός X.HG2.3.52

    , etc.;

    νόμῳ χρῆσθαι π. τινός S.Ant. 214

    .
    4 of impulse or motive rather than object, ἐμαρνάσθην ἔριδος πέρι fought for very enmity, Il.7.301, cf. 16.476, 20.253.
    5 about, in regard to,

    μεμηνυμένος π. τινός Th.6.53

    ;

    οὕτως ἔσχε π. τοῦ πρήγματος τούτου Hdt.1.117

    ;

    τὰ π. τῶν Πλαταιῶν γεγενημένα Th.2.6

    ;

    τὸ π. τούτου γεγονός Plb.1.54.5

    : in Prose freq. without a Verb,

    ἡ π. τῶν Μαντινικῶν πρᾶξις Th.6.88

    ; τὰ π. τινός the circumstances of.., ib.32, 8.14,26, etc. (cf. infr. C. 1.5); οὕτω δὴ καὶ π. τῶν ἀρετῶν (sc. ἔχει) Pl.Men. 72c, cf. R. 534b, 551c, etc.; π. τοῦ καταλειφθῆναι τὸν σῖτον as for reserving the corn, PMich.Zen.28.5 (iii B.C.): without the Art., ἀριθμοῦ πέρι as to number, Hdt.7.102; χρηστηρίων δὲ πέρι .. Id.2.54.
    III before, above, beyond, of superiority, chiefly in [dialect] Ep.,

    π. πάντων ἔμμεναι ἄλλων Il.1.287

    ;

    π. δ' ἄλλων φασὶ γενέσθαι 4.375

    ;

    τετιμῆσθαι π. πάντων 9.38

    ;

    ὃν π. πάσης τῖεν ὁμηλικίης 5.325

    ;

    ὃν.. π. πάντων φίλατο παίδων 20.304

    ;

    π. πάντων ἴδριες ἀνδρῶν Od.7.108

    ;

    κρατερὸς π. πάντων Il.21.566

    , cf. 1.417, Od.11.216: in this sense freq. divided from its gen., π. φρένας ἔμμεναι ἄλλων in understanding to be beyond them, Il.17.171, cf. 1.258, Od.1.66 ;

    π. μὲν εἶδος, π. δ' ἔργα τέτυκτο τῶν ἄλλων Δαναῶν Il.17.279

    ;

    π. μὲν κρατέεις, π. δ' αἴσυλα ῥέζεις ἀνδρῶν 21.214

    ;

    π. δ' ἔγχει Ἀχαιῶν φέρτατός ἐσσι 7.289

    , cf. Pi.O.6.50, Theoc. 25.119.—In this sense π. is sts. adverbial, and the gen. is absent, v. infr. E. II.
    IV in Hdt. and [dialect] Att. Prose, to denote value, ἡμῖν π. πολλοῦ ἐστι it is of much consequence, worth much, to us, Hdt.1. 120, cf. Antipho 6.3 ; π. πολλοῦ ποιεῖσθαί τινας to reckon them for, i.e. worth, much, Hdt.1.73, X.Mem.2.3.10, etc.; π. πλείονος, π. πλείστου ποιεῖσθαι, Id.An.7.7.44, Cyr.7.5.60 ;

    π. πλείστου ἡγεῖσθαι Th.2.89

    ;

    π. παντὸς ποιεῖσθαι X.Cyr.1.4.1

    ; π. ἐλάττονος ἡγούμενοι, π. οὐδενὸς ἡγήσασθαι, Lys.2.71,31.31.
    V [dialect] Aeol. περί and περ = ὑπέρ, στροῦθοι περὶ γᾶς.. δίννεντες πτέρα Sapph.1.10; περ κεφάλας prob. in Alc.93, cf. 18 ;

    περρ ἁπαλῶ στύματός σε πεδέρχομαι Theoc.29.25

    ; also Hellenistic, ὃ διέγραψε Προῖτος περί μου paid on my behalf, PCair. Zen.790.23 (iii B. C.), cf. UPZ57.12 (ii B. C.).
    B WITH DATIVE (in [dialect] Att. Prose mostly in signf. 11, esp. in Th.),
    I of Place, round about, around, of close-fitting dresses, armour, etc.,

    ἔνδυνε π. στήθεσσι χιτῶνα Il.10.21

    ;

    χιτῶνα π. χροῒ δῦνεν Od.15.60

    ;

    δύσετο τεύχεα καλὰ π. χροΐ Il.13.241

    ;

    ἕσσαντο π. χροῒ χαλκόν Od.24.467

    ;

    κνημῖδας.. π. κνήμῃσιν ἔθηκε Il.11.17

    ;

    βεβλήκει τελαμῶνα π. στήθεσσι 12.401

    : in Prose,

    π. τῇσι κεφαλῇσι εἶχον τιάρας Hdt.7.61

    ;

    θώρακα π. τοῖς στέρνοις ἔχειν X.Cyr.1.2.13

    ; οἱ στρεπτοὶ οἱ π. τῇ δέρῃ καὶ τὰ ψέλια π. ταῖς χερσί ib.1.3.2. ;

    π. τῇ χειρὶ δακτύλιον ὄντα Pl.R. 359e

    , etc.;

    χαλκὸς ἔλαμπε π. στήθεσσι Il.13.245

    ;

    χιτῶνα π. στήθεσσι δαΐξαι 2.416

    ;

    πήληξ.. κονάβησε π. κροτάφοισι 15.648

    ; in other relations, π. δ' ἔγχεϊ χεῖρα καμεῖται will grow weary by grasping the spear, 2.389 ;

    δράκων ἑλισσόμενος π. χειῇ 22.95

    ;

    κνίση ἑλισσομένη π. καπνῷ 1.317

    ;

    π. σταχύεσσιν ἐέρση 23.598

    ;

    μάρναντο π. Σκαιῇσι πύλῃσιν 18.453

    : rarely in Trag.,

    π. βρέτει πλεχθείς A.Eu. 259

    (lyr.);

    κεῖται νεκρὸς π. νεκρῷ S.Ant. 1240

    .
    2 in Poets, also, around a weapon, i. e. spitted upon it, transfixed by it,

    π. δουρὶ πεπαρμένη Il.21.577

    ;

    ἐρεικόμενος π. δουρί 13.441

    ;

    κυλινδόμενος π. χαλκῷ 8.86

    ;

    π. δουρὶ ἤσπαιρε 13.570

    ;

    πεπτῶτα π. ξίφει S.Aj. 828

    ;

    αἷμα ἐρωήσει π. δουρί Il.1.303

    .
    3 of a warrior standing over a dead comrade so as to defend him,

    ἀμφὶ δ' ἄρ' αὐτῷ βαῖν', ὥς τις π. πόρτακι μήτηρ 17.4

    ; ἑστήκει, ὥς τίς τε λέων π. οἷσι τέκεσσι ib. 133 ; Αἴας π. Πατρόκλῳ.. βεβήκει ib. 137, cf. 355 ;

    π. σκύμνοισι βεβηκώς Ar.Eq. 1039

    .
    II of an object for or about which one struggles (cf. supr. A. 11.1),

    π. οἷσι μαχειόμενος κτεάτεσσι Od.17.471

    ;

    μαχήσασθαι π. δαιτί 2.245

    ;

    π. παιδὶ μάχης πόνος Il.16.568

    ;

    ἄνδρα π. ᾗ πατρίδι μαρνάμενον Tyrt.10.2

    ;

    π. τοῖς φιλτάτοις κυβεύειν Pl.Prt. 314a

    ;

    π. τῇ Σικελίᾳ ἔσται ὁ ἀγών Th.6.34

    codd.;

    κινδυνεύειν π. αὑτῷ Antipho 5.6

    .
    2 with Verbs denoting care, anxiety, or the opposite (cf. supr. A. 11.2),

    π. γὰρ δίε ποιμένι λαῶν, μή τι πάθοι Il.5.566

    ;

    ἔδεισεν δὲ π. ξανθῷ Μενελάῳ 10.240

    , cf. 11.557;

    δεδιότες π. τῷ χωρίῳ Th.1.60

    , cf. 74, 119, Ar.Eq.27;

    θαρρεῖν π. τῇ ἑαυτοῦ ψυχῇ Pl.Phd. 114d

    , cf. Tht. 148c;

    π. πλέγματι γαθεῖ Theoc.1.54

    .
    3 generally, of the cause or occasion, on account of, by reason of, ἀτύζεσθαι π. καπνῷ, v.l. for ὑπὸ καπνοῦ in Il.8.183;

    μὴ π. Μαρδονίῳ πταίσῃ ἡ Ἑλλάς Hdt.9.101

    ;

    π. σφίσιν αὐτοῖς πταῖσαι Th.6.33

    ;

    π. αὑτῷ σφαλῆναι Id.1.69

    : in Poets, π. δείματι for fear, Pi.P.5.58 ; π. τιμᾷ in honour or praise, ib.2.59; π. τάρβει, π. φόβῳ, A.Pers. 696 (lyr.), Ch.35(lyr.);

    π. χάρματι h.Cer. 429

    :—but π. θυμῷ is f.l. in Hdt.3.50.
    C WITH ACCUSATIVE,
    I of Place, prop. of the object round about which motion takes place, π. βόθρον ἐφοίτων came flocking round the pit, Od.11.42 ;

    π. νεκρὸν ἤλασαν ἵππους Il.23.13

    ;

    π. τέρματα ἵπποι τρωχῶσι 22.162

    ; ἄστυ πέρι.. διώκειν ib. 173, 230 ;

    ἐρύσας π. σῆμα 24.16

    , cf. 51, etc.;

    π. φρένας ἤλυθ' ἰωή 10.139

    ;

    π. φρένας ἤλυθε οἶνος Od.9.362

    : also of extension round, ἑστάμεναι π. τοῖχον, π. βωμόν, Il.18.374, Od.13.187, etc.;

    λέξασθαι π. ἄστυ Il.8.519

    ;

    μάρνασθαι π. ἄ. 6.256

    , etc.;

    φυλάσσοντας π. μῆλα 12.303

    ; οἳ π. Πηνειὸν.. ναίεσκον, π. Δωδώνην.. οἰκί' ἔθεντο, 2.757, 750;

    σειρήν κεν π. ῥίον Οὐλύμποιο δησαίμην 8.25

    , cf. Od.18.67: in Prose,

    ἰκριῶσαι π. τὼ ἀγάλματε IG12.371.22

    ;

    φυλακὰς δεῖ π. τὸ στρατόπεδον εἶναι X.An. 5.1.9

    ; π. τὴν κρήνην εὕδειν somewhere near it, Pl.Phdr. 259a, cf. X.Cyr. 1.2.9;

    εἶναι π. τὸν λαγώ Id.Cyn.4.4

    ; π. λίθον πεσών upon it, Ar.Ach. 1180; π. αὑτὰ καταρρεῖν collapse upon themselves, D.2.10;

    ταραχθεῖσαι [αἱ νῆες] π. ἀλλήλας Th.7.23

    ; πλεῦνες π. ἕνα many to one, Hdt.7.103 ; π. τὸν ἄρξαντα.. τὸ ἀδίκημά ἐστι is imputable to him who.., Antipho 4.4.2 : freq. with a Subst. only, ἡ π. Λέσβον ναυμαχία the sea-fight off Lesbos, X.HG2.3.32 ;

    οἱ π. τὴν Ἔφεσον Pl.Tht. 179e

    ;

    στρατηγοὶ π. Πελοπόννησον IG12.324.18

    : strengthd.,

    π. τ' ἀμφί τε τάφρον Il.17.760

    ;

    π. τ' ἀμφί τε κύματα Hes.Th. 848

    ; cf. ἀμφί c. 1.2.
    2 of persons who are about one,

    ἔχειν τινὰ π. αὑτόν X.HG5.3.22

    ; esp. οἱ π. τινά a person's attendants, connexions, associates, or colleagues,

    οἱ π. τὸν Πείσανδρον πρέσβεις Th.8.63

    ; οἱ π. Ἡράκλειτον his school, Pl.Cra. 440c, cf. X.An.1.5.8, etc.; οἱ π. Ἀρχίαν πολέμαρχοι Archias and his colleagues, Id.HG5.4.2, cf. An.2.4.2, etc.; οἱ π. τινά so-and-so and his family, PGrenf.1.21.16 (ii B.C.), etc.; later οἱ π. τινά, periphr. for the person himself, οἱ π. Φαβρίκιον Fabricius, Plu.Pyrrh.20, cf. Tim.13, IGRom.3.883.14 (Tarsus, ii/iii A.D.); cf. ἀμφί C. 1.3.
    3 of the object about which one is occupied or concerned, π. δόρπα πονεῖσθαι, π. δεῖπνον πένεσθαι, Il.24.444, Od.4.624 (but π. τεύχε' ἕπουσι, tmesis for περιέπουσι, Il.15.555); later mostly εἶναι π. τι, Th.7.31, X.HG2.2.4;

    γενέσθαι Isoc.3.12

    ; π. γυναῖκας γενέσθαι Vett. Val.17.20;

    ὄντων ἡμῶν π. ταύτην τὴν πραγματείαν D.48.6

    ;

    διατρῖψαι π. τὴν θήραν X.Cyr.1.2.11

    , etc.: less freq.

    ἔχειν π. τινάς Id.HG7.4.28

    , Gal.15.442; in periphr. phrases, οἱ π. τὴν ποίησιν καὶ τοὺς λόγους ὄντες poets and orators, Isoc.12.35 ;

    οἱ π. τὴν φιλοσοφίαν ὄντες Id.9.8

    ; οἱ π. τὴν μουσικήν ib.4 ; οἱ π. τὰς τελετάς ministers of the mysteries, Pl.Phd. 69c ; ὁ π. τὸν ἵππον the groom, X. Eq.6.3; cf. ἀμφί C. 1.6.
    4 round or about a place, and so in,

    π. νῆσον ἀλώμενοι Od.4.368

    , cf. 90;

    ἐμέμηκον π. σηκούς 9.439

    ; ἃν π. ψυχὰν γάθησεν in his heart, Pi.P.4.122 ;

    χρονίζειν π. Αἴγυπτον Hdt.3.61

    , cf. 7.131;

    εὕροι ἄν τις [βασιλείας] π. τοὺς βαρβάρους Pl.R. 544d

    , etc.; οἱ

    π. Φωκίδα τόποι Plb.5.24.12

    , etc.
    5 about, in the case of, τὰ π. τὴν Αἴγυπτον γεγονότα, τὰ π. Μίλητον γενόμενα, Hdt.3.13, 6.26 ;

    εὐσεβεῖν π. θεούς Pl.Smp. 193a

    ;

    ἀσεβεῖν π. ξένους X.Cyr.5.2.10

    ;

    ἁμαρτάνειν π. τινάς Id.An.3.2.20

    ;

    ἀνήρ ἐστιν ἀγαθὸς π. τὸν δῆμον τὸν Ἀθηναίων IG12.59.10

    ;

    ἄνδρ' ἀγαθὸν ὄντα Μαραθῶνι π. τὴν πόλιν Ar.Ach. 696

    ;

    τοιαύτην γνώμην ἔχειν π. τὸν πατέρα Lys.10.21

    ;

    οὐδεμία συμφορὴ.. ἔσται.. π. οἶκον τὸν σόν Hdt.8.102

    ; ποιέειν or πράττειν τι π. τινά, Id.1.158, Pl.Grg. 507a;

    τὰ π. Πρηξάσπεα πρηχθέντα Hdt.3.76

    ;

    καινοτομεῖν π. τὰ θεῖα Pl. Euthphr.3b

    ;

    π. θεοὺς μὴ σωφρονεῖν X.Mem.1.1.20

    ; σπουδάζειν π. τινά promote his cause, Isoc.1.10: without a Verb,

    αἱ π. τοὺς παῖδας συμφοραί X.Cyr.7.2.20

    ;

    ἡ π. αὑτὸν ἐπιμέλεια Isoc.9.2

    ;

    ἡ π. ἡμᾶς ἡνιόχησις Pl.Phdr. 246b

    : generally, of all relations, about, concerning, in respect of,

    π. μὲν τοὺς ἰχθύας οὕτως ἔχει Hdt.2.93

    , cf. 8.86;

    πονηρὸν π. τὸ σῶμα Pl.Prt. 313d

    ;

    ἀκόλαστος π. ταῦτα Aeschin.1.42

    ; γελοῖος π. τὰς διατριβάς ib.126 ;

    ξυνηνέχθη θόρυβος π. τὸν Ἀστύοχον Th.8.84

    ; as to (cf. A. 11.5),

    π. τὸ παρὸν πάθος Pl.Tht. 179c

    , cf. Phd. 65a : freq. in place of an Adj., ὄργανα ὅσα π. γεωργίαν, i.e. γεωργικά, Id.R. 370d ;

    οἱ νόμοι οἱ π. τοὺς γάμους Id.Cri. 50d

    ;

    αἱ π. τὰ μαθήματα ἡδοναί Id.Phlb. 51e

    ; also in place of a gen., οἱ π. Αυσίαν λόγοι the speeches of L., Id.Phdr. 279a; ἡ π. Φίλιππον τυραννίς the despotism of P., X.HG5.4.2 ;

    ἀκρασίας τῆς π. τὸν θυμόν Arist.EN 1149b19

    : in Prose, to denote circumstances connected with any person or thing, τὰ π. Κῦρον, τὰ π. Ἑλένην, τὰ π. Βάττον, Hdt.1.95, 2.113, 4.154 ; τὰ π. τὸν Ἄθων the works at Mount Athos, Id.7.37; τὰ π. τὰς ναῦς naval affairs, Th.1.13; τὰ π. τὴν ναυμαχίαν (v.l. for τῆς ναυμαχίας ) the events of.., Id.8.63;

    τὰ π. τὸν πόλεμον Pl.R. 468a

    ;

    τὰ π. τὸ σῶμα Id.Phdr. 246d

    ;

    τὰ π. τοὺς θεούς X.Cyr.8.1.23

    , etc.; cf. ἀμφί c.1.4.
    II of Time, π. λύχνων ἁφάς about the time of lamp-lighting, Hdt.7.215; π. μέσας νύκτας about midnight, X.An.1.7.1; π. πλήθουσαν ἀγοράν ib.2.1.7; π. ἡλίου δυσμάς ib.6.5.32 ;

    π. τούτους τοὺς χρόνους Th.3.89

    , etc.
    2 of round numbers, π. ἑβδομήκοντα about seventy, Id.1.54;

    π. ἑπτακοσίους X.HG2.4.5

    , etc.
    D Position: π. may follow its Subst., when it suffers anastrophe,

    ἄστυ πέρι Il.22.173

    ;

    ἔριδος πέρι 16.476

    : most freq. with gen.,

    τοῦδε πράγματος πέρι A.Eu. 630

    ;

    τῶνδε βουλεύειν πέρι Id.Th. 248

    , etc. (S. only once uses it before its gen., Aj. 150 (anap.)): in Prose,

    σφέων αὐτῶν πέρι Hdt.8.36

    ;

    σοφίας πέρι Pl.Phlb. 49a

    ;

    δικαίων τε πέρι καὶ ἀδίκων Id.Grg. 455a

    , etc.;

    γραμμάτων εἴπομεν ὡς οὐχ ἱκανῶς ἔχεις πέρι Id.Lg. 809e

    , cf. Ap. 19c.
    E περί abs., as ADV., around, about, also, near, by, freq. in Hom.,

    γέλασσε δὲ πᾶσα π. χθών Il.19.362

    , al.: strengthd.,

    περί τ' ἀμφί τε κάλλος ἄητο

    round about,

    h.Cer.276

    , cf. Call.Hec.1.1.13.
    2 π. does not suffer anastrophe in the [dialect] Ep. phrase π. κῆρι right heartily,

    π. κῆρι φίλησε Il.13.430

    , etc. ( κῆρι φιλεῖν alone, 9.117);

    ἀπέχθωνται π. κῆρι 4.53

    ; π. κῆρι τιέσκετο ib.46, cf. Od.5.36, 7.69;

    π. κῆρι.. ἐχολώθη Il.13.206

    ; also

    π. φρεσὶν ἄσπετος ἀλκή 16.157

    ;

    π. φρεσὶν αἴσιμα ᾔδη Od.14.433

    ;

    ἀλύσσοντες π. θυμῷ Il.22.70

    , cf. Od.14.146;

    π. σθένεϊ Il.17.22

    .
    4 περὶ κάτω bottom upwards,

    δῖνος π. κάτω τετραμμένος Stratt.34

    , cf. Phot.;

    τὴν κόγχην στρέψας π. τὰ κάτω Ael.NA9.34

    .
    F IN COMPOS. all its chief senses recur, esp.
    I extension in all directions as from a centre, all round, as in περιβάλλω, περιβλέπω, περιέχω.
    II completion of an orbit and return to the same point, about, as in περιάγω, περιβαίνω, περίειμι ( εἶμι ibo), περιέρχομαι, περιστρέφω.
    III a going over or beyond, above, before, as in περιβαίνω III, περιβάλλω v, περιγίγνομαι, περιεργάζομαι, περιτοξεύω.
    IV generally, a strengthening of the simple notion, beyond measure, very, exceedingly, as in περικαλλής, περίκηλος, περιδείδω, like Lat. per-.
    V the notion of double-ness which belongs to ἀμφί is found in only one poetic compd., περιδέξιος (q.v.).
    G PROSODY: περί never suffers elision in Il. or Od. (

    περ' ἰγνύσι h.Merc. 152

    ); once in Hes.,

    περίαχε Th. 678

    (cf. Q.S.3.601, 11.382), v. ἰάχω fin.;

    περ' ἰγνύῃσι Theoc.25.242

    ;

    περ' Ἠδάλιον Inscr.Cypr. 135.27

    H.; also in Pi.,

    περάπτων P.3.52

    ;

    περόδοις N.11.40

    ;

    περιδαῖος Fr. 154

    ;

    περ' αὐτᾶς P.4.265

    ;

    ταύτας περ' ἀτλάτου πάθας O.6.38

    : not in Trag. (περεβάλοντο, περεσκήνωσεν are ff. ll. in A.Ag. 1147, Eu. 634); in Com. and codd. of Prose writers only in part. of περίειμι ( εἶμι ibo) (q. v.):—π. stands before a word beginning with a vowel in Com., περὶ Ἀθηνῶν, περὶ ἐμοῦ, Ar.Eq. 1005 sq.:—[dialect] Aeol. περρ metri gr., v. A. 5.

    Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > περί

  • 15 πλεκτάνη

    A anything twined or wreathed, coil, wreath,

    ὄφεων πλεκτάναισι περίδρομον κύτος Id.Th. 495

    ; flame-wreath, Id.Fr.281.3; π. καπνοῦ wreath of smoke, Ar.Av. 1717.
    II pl., arms of the poulp or octopus, tentacles, Alex.187.2, Eub.150.7, Diph.34, Arist.HA 524b1, PA 685b4, Thphr.HP8.8.4,9.13.6; of the

    ναυτίλος 11

    , Arist.HA 622b10; also of the antennae of the καρίς, Dsc.4.77.
    III pl., meshes of a spider's web, Luc.Musc.Enc. 5: metaph.,

    αἱ τῶν λόγων π. Id.Vit.Auct.22

    .
    IV Medic., mastoid growth in the uterus, Diocl.Fr.27, Eudem. and Praxag. ap. Gal.2.890.
    2 Fallopian tubes, Ruf.Onom. 194.
    3 plexus of veins, Hp.Oss.14.

    Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > πλεκτάνη

  • 16 προχέω

    A pour forth or forward, π. ῥόον εἰς ἅλα δῖαν, of a river, Il. 21.219, cf. h.Ap. 241;

    ποταμοὶ δ' ἁμέραισι μὲν προχέοντι ῥόον καπνοῦ Pi.P.1.22

    ; πρὶς ὕδατος προχέειν pour in three parts of water first, Hes.Op. 596;

    σπονδὰς προχέαντες Hdt.7.192

    ;

    πλημοχόας Critias 17D.

    : metaph.,

    π. ὄπα γλυκεῖαν Pi.P.10.56

    , cf.IG3.713.4;

    λίγειαν ὀμφήν Anacreont.41.10

    :—[voice] Pass., pour on or forth, metaph. of large bodies of men pouring over a plain,

    ἐς πεδίον προχέοντο Il.2.465

    , cf. 15.360, 21.6, A.R.1.635, etc.; θυσία.. προχυθεῖσα cj. in E.Fr.912.5 (anap.);

    προχεῖται τὰ λεγόμενα Longin.19

    ; τὰς προκεχυμένας ἄκρας far-projecting, Ph.1.14: later in literal sense,

    ἵδρωτες προχυθήσονται Antyll.

    ap. Aët.9.40;

    αἷμα προχυθέν D.C.42.26

    , cf. Opp.C.2.39.

    Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > προχέω

  • 17 στενολεσχέω

    A talk subtly, quibble,

    περὶ καπνοῦ Id.Nu. 320

    .

    Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > στενολεσχέω

  • 18 τύφω

    τύφω [ῡ], Hdt.4.196, etc.: [tense] aor.inf.
    A

    θῦψαι Hsch.

    , Suid. s.v. ἀτυφία: [tense] pf. τέθῠφα dub. cj.in Crobyl.4 ( τέθαιφε cod.A Ath.), Plb.5.42.3 ([etym.] ὑπο-): —[voice] Pass., Arist.Mete. 362a7, Call.Del. 141, etc.: [tense] fut. τῠφήσομαι ([etym.] ἐκ-) Men.505: [tense] aor. ἐτύφην ([etym.] ἐπ-) Ar.Lys. 221: [tense] pf. τέθυμμαι ([etym.] ἐπι-) Pl.Phdr. 230a:—raise a smoke, D.37.36: c. acc. cogn., τύφειν καπνόν Hdt.l.c.: abs., smoke,

    ἐπὶ σποδῷ μυδῶσα κηκὶς μηρίων ἐτήκετο κἄτυφε κἀνέπτυε S.Ant. 1009

    .
    II trans., smoke, τῦφε πολλῷ τῷ καπνῷ (sc. τοὺς σφῆκας) Ar.V. 457 (troch.), cf. 1079 (troch.):—[voice] Pass., [

    μέλισσαι] καπνῷ τυφόμεναι A.R.2.134

    ; τυφόμεθα (v.l. -ούμεθα)

    ὑπὸ τοῦ καπνοῦ Jul.Caes. 310d

    .
    2 consume in smoke, burn slowly,

    τυφέτω, καιέτω τὸν Αἴτνας μηλονόμον E.Cyc. 659

    (lyr.);

    τ. τὸν χόρτον D.S.3.29

    (as v.l. for πυροῦσι): metaph., Crobyl. l.c.:—[voice] Pass., smoke, smoulder,

    τύφεται Ἴλιον E.Tr. 145

    (lyr.), cf. Ba.8; [

    χθὼν] καπνῷ κατερείπεται τυφομένα Id.Hec. 478

    (lyr.);

    τυφέσθω Κύκλωψ Id.Cyc. 655

    ; λίνον τυφόμενον smouldering flax, Ev.Matt.12.20 ( = λ. καπνιζόμενον LXX Is.42.3): metaph., τυφόμενος πόλεμος smouldering, but not yet broken out, Plu.Sull.6; also of the fire of love,

    πόθοις τυφόμενον γλυκὺ πῦρ AP12.63

    (Mel.), cf. 92 (Id.), 5.123 (Phld.), 130 (Id.), 11.41 (Id.).

    Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > τύφω

  • 19 ἀτμίς

    A

    - ίτος PMag.Lond.1.121.639

    ), , = ἀτμός, Hdt.4.75, Pl.Ti. 87a, Nicostr.15.5: properly, moist vapour, steam, opp. καπνός (but

    ἀτμὶς καπνοῦ LXX Jl.2.30

    (3.3)), Arist.Mete. 359b30, cf. 346b32, Ph.2.223, etc.;

    ἡ ἀ. συνίσταται εἰς ὕδωρ Arist.Mete. 384a6

    .
    II sublimate or deposit of colouring matter, PHolm.4.21.
    III poultice, Crito ap. Gal.13.879.
    IV = σπινθήρ, ἀπαύγασμα, Hsch.

    Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἀτμίς

  • 20 ἀτύζομαι

    ἀτύζομαι, in Hom., Lyr., Trag. only [tense] pres. and [tense] aor. part. [voice] Pass.:—
    A to be distraught from fear, bewildered,

    ἀτυζομένους ὑπὸ καπνοῦ Il.8.183

    ; ἀτυζομένω πεδίοιο fleeing bewildered o'er the plain, Il.6.38, cf. 18.7, Od.11.606: abs., ἀτύζονται, ἀτυζόμενος, Pi.P.1.13, O.8.39, B.12.116; to be distraught with grief,

    ἀτυζόμενος S.El. 148

    (lyr.), E.Andr. 131, A.R.4.39: c. acc., to be amazed at a thing,

    ὄψιν ἀτυχθείς Il.6.468

    , cf. Tryph.685: c. inf., ἀτυζομένην ἀπολέσθαι terrified even to death, Il.22.474; ἀ. περὶ νύμφην to be distressed for... AP7.528 (Theodorid.).
    II in later [dialect] Ep. [voice] Act. [full] ἀτύζω, strike with terror or amazement, A.R.1.465: [tense] aor. opt.

    ἀτύξαι Theoc.1.56

    ; ἠέρα παῦρον ἀτύζει draws short breaths, Nic.Al. 193 (vv.Il. ἀτίζει, ἀλύξει).—[dialect] Ep. Verb, used by Trag. only in lyr.

    Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἀτύζομαι

См. также в других словарях:

  • καπνοῦ — καπνόομαι to be turned into smoke pres imperat mp 2nd sg καπνόομαι to be turned into smoke imperf ind mp 2nd sg (homeric ionic) καπνός with smokecoloured grapes masc gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • καπνός — I (Βοτ.). Ονομασία που αποδίδεται στο γένος Nicotiana, σε ορισμένα είδη αυτού του γένους και στα ξηραμένα φύλλα αυτών των φυτών. Από το είδος Nicotiana rustica παράγεται ο κ. σε ορισμένες περιοχές της Ευρώπης, ωστόσο το παγκόσμιο εμπόριο κ.… …   Dictionary of Greek

  • πούρο — Τσιγάρο χωρίς τσιγαρόχαρτο. Aποτελείται από περιτυλιγμένα φύλλα καπνού, σε κυλινδρικό σχήμα, που καταλήγει σε κωνοειδή άκρα. Η ποιότητα του π. εξαρτάται κυρίως από το φύλλο που αποτελεί το περικάλυμμα και που διαποτίζει όλο το π. με το άρωμά του …   Dictionary of Greek

  • Ελλάδα - Οικονομία (Νεότεροι χρόνοι) — Η ΟΙΚΟΝΟΜΙΑ ΤΗΣ ΝΕΟΤΕΡΗΣ ΕΛΛΑΔΑΣ Η περίοδος 1830 1992 Η Επανάσταση του 1821 οδήγησε στην επίσημη ίδρυση του νεοελληνικού κράτους, το 1830, κατόπιν της επέμβασης των Προστάτιδων Δυνάμεων (Αγγλίας, Γαλλίας, Ρωσίας). Η χώρα τότε περιελάμβανε την… …   Dictionary of Greek

  • κάπνισμα — I Εισπνοή καπνού, προερχόμενου από καιόμενη ουσία (όπως τα φύλλα του ομώνυμου φυτού). Αποτελεί μία συνήθεια που προήλθε από τους γηγενείς της αμερικανικής ηπείρου. Ως τρόποι κ. αναφέρονται το τσιγάρο, η πίπα, το πούρο και –καταχρηστικά, επειδή η… …   Dictionary of Greek

  • Αγρίνιο — Πόλη (42.390 κάτ.) της Αιτωλοακαρνανίας, η μεγαλύτερη σε πληθυσμό όλου του νομού, πρωτεύουσα της πρώην επαρχίας Τριχωνίδας και έδρα δήμου. Η θέση της στους ακραίους πρόποδες του Παναιτωλικού, στην άκρη μιας εύφορης πεδιάδας που ένα μέρος της… …   Dictionary of Greek

  • τουρκιά — Χώρα της εγγύς Ανατολής. Το ευρωπαϊκό τμήμα της συνορεύει με την Ελλάδα και τη Βουλγαρία και βρέχεται από το Αιγαίο Πέλαγος, τον Εύξεινο Πόντο και την Προποντίδα. Το ασιατικό τμήμα της συνορεύει με την Αρμενία, το Αζερμπαϊτζάν, τη Γεωργία, το… …   Dictionary of Greek

  • Βραζιλία — Επίσημη ονομασία: Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Βραζιλίας Έκταση: 8.547.404 τ.χλμ Πληθυσμός: 174.468.575 κάτ. (2001) Πρωτεύουσα: Μπραζίλια (2.043.169 κάτ. το 2000)Κράτος της Νότιας Αμερικής. Συνορεύει στα Β με τη Γαλλική Γουιάνα (ΒΑ), το Σουρινάμ,… …   Dictionary of Greek

  • καπνογόνο — Ειδική συσκευή που σχηματίζει νέφη καπνού, με σκοπό την απόκρυψη περιοχών με ιδιαίτερο ενδιαφέρον από εχθρικά βλέμματα. Ο όρος κ. χρησιμοποιείται πολύ συχνά ως συνώνυμο του νεφογόνου, αν και οι νεφογόνες ουσίες παράγουν και διαχέουν στην… …   Dictionary of Greek

  • Κούβα — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Κούβας Έκταση: 110.860 τ. χλμ. Πληθυσμός: 11.243.400 κάτ. (2001) Πρωτεύουσα: Αβάνα (2.181.500 κάτ. το 2001)Νησιωτικό κράτος της Καραϊβικής θάλασσας, στην Κεντρική Αμερική, μεταξύ του κόλπου του Μεξικού και της… …   Dictionary of Greek

  • βακτηρίωση — Ασθένεια των φυτών, που οφείλεται σε βακτήρια. Χαρακτηρίζεται κυρίως από τέσσερις τύπους συμπτωμάτων: τους όγκους (όπως ο φυτικός καρκίνος, που προκαλείται από το αγροβακτήριο το ογκοποιό), τις υγρές σήψεις (όπως η σήψη της πατάτας, που… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»